Ο Δημήτρης Κουρέτας, καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών-Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και τακτικό μέλος της Παγκόσμιας Ακαδημίας Επιστημών, μιλώντας στον 98,4 αναρωτήθηκε αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας έχουν επίγνωση και πολύ περισσότερο βούληση να συζητήσουν για μια στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης του πρωτογενούς τομέα και κυρίως αντίληψη πώς αυτός πρέπει να κινηθεί.
Όπως σημειώνει, η ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση είναι, κατά τη γνώμη του, ο μόνος δρόμος για την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιφέρειας. Ο βασικός λόγος είναι απλός: υπάρχει ένας προνομιακός οικονομικός χώρος για τους πόρους κάθε χώρας και αυτός είναι ο εθνικός χώρος, με την προϋπόθεση βεβαίως να αποφασίσει η χώρα να τον προστατεύσει.
Με λίγα λόγια, όπως είπε, «μπορούμε να ανασυγκροτηθούμε παραγωγικά αν παράγουμε πρωτίστως για να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες. Είναι λίγο περίεργο να κοπτόμαστε για νέες επενδύσεις, όταν οι ήδη υπάρχοντες εγχώριοι πόροι μένουν ανεκμετάλλευτοι, κι εννοούμε το ανθρώπινο δυναμικό αλλά και μηχανήματα κι εγκαταστάσεις οι οποίες υπολειτουργούν. Στην πραγματικότητα, χιλιάδες επιχειρήσεις σήμερα αγωνίζονται να παραμείνουν σε λειτουργία χρησιμοποιώντας ένα μικρό κλάσμα του δυναμικού τους. Αν η τιμή των εισαγόμενων προϊόντων είναι χαμηλή οι εγχώριοι πόροι μένουν σε αργία. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαία μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών σε όλα τα πεδία που μπορούμε, γιατί ο κύριος λόγος που το παραγωγικό δυναμικό της χώρας υπολειτουργεί είναι οι εισαγωγές.
Ούτε ένα στρέμμα τεύτλων δεν σπάρθηκε φέτος στη Μακεδονία και τη Θράκη για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’60, όταν κατασκευάστηκε το εργοστάσιο στο Πλατύ. Σε άλλες εποχές κάποιοι θα μιλούσαν για “εθνική καταστροφή” καθώς, όπως είναι λογικό, ούτε κόκκος ζάχαρης δεν πρόκειται να παραχθεί στη χώρα μας για πρώτη φορά τα τελευταία 60 χρόνια.
Την ώρα λοιπόν που παγκοσμίως έχουν τεθεί αγωνιώδη ερωτήματα σχετικά με τις πιθανότητες εκδήλωσης μιας επισιτιστικής κρίσης μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και κόντρα στις δηλώσεις της κυβέρνησης ότι και σχέδιο έχει και προβλέψεις κάνει, κανένας δε λέει κουβέντα για το τι μέλλει γενέσθαι για ένα από τα θεωρούμενα βασικά καταναλωτικά αγαθά: τη ζάχαρη (Ρωσία και Ουκρανία έχουν απαγορεύσει ήδη τις εξαγωγές και ζάχαρης). Και όχι μόνο δεν λέει τίποτα η κυβέρνηση, αλλά, αντιθέτως, έπραξε κόντρα σε οποιοδήποτε σχέδιο για οποιαδήποτε πιθανότητα εγχώριας παραγωγής, αφού επέκτεινε -για άγνωστο λόγο- κατά 8 μήνες το συμβόλαιο με τον υπενοικιαστή (Χρήστος Καραθανάσης, «Royal Sugar») των εργοστασίων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ), ο οποίος εδώ και 28 μήνες στις εγκαταστάσεις σε Πλατύ και Σέρρες δεν παρήγαγε ούτε κόκκο ζάχαρης και χρησιμοποιεί απλώς τα συσκευαστήρια και τα σακουλάκια συσκευασίας της ΕΒΖ αλλά για να διαθέτει ζάχαρη εισαγωγής! Μέσα σε 12 χρόνια τα πάντα έγιναν ερείπια. Το κόστος εισαγωγής των απαιτούμενων ποσοτήτων έφτασε και ξεπέρασε τα 200.000.000 ευρώ το 2020. Όποιος θέλει μπορεί να υπολογίσει τι θα μας κοστίσει καθώς η εκτόξευση των τιμών είναι δεδομένη, το τελικό ύψος μάς λείπει. Εισάγουμε από Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Μαυρίκιο, μέχρι και από τη Γαλλική Πολυνησία.
Πολλοί θέτουν το ερώτημα: Γιατί να παράγουμε κάτι αν μας κοστίζει περισσότερο από όσο να το εισάγουμε; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι κομβική.
Κάθε παραγωγή που μπορεί να πληρώνει όλα τα κόστη της, εργατικό, πρώτων υλών, εξοπλισμού, κ.λπ. και να αφήνει πλεόνασμα, συνεισφέρει στον πλούτο της εγχώριας οικονομίας. Δεν έχει σημασία αν σε κάποια άλλη χώρα το ίδιο προϊόν παράγεται φθηνότερα, γιατί η εισαγωγή του δεν δημιουργεί εισοδήματα, αντίθετα, αναλώνει εισοδήματα που πρέπει να έχουν δημιουργηθεί με κάποιον άλλο τρόπο ( που για τη χώρα μας αποδεδειγμένα η αγροτική παραγωγή λόγω της βιοποικιλότητας είναι προνομιακό μας πεδίο), είτε χρηματοδοτείται από δανεισμό. Εννοείται ότι καμία χώρα δεν μπορεί, αλλά ούτε και την συμφέρει, να παράγει τα πάντα. Θα μπει στο διεθνές εμπόριο, αλλά με τρόπο που να προστατεύσει την παραγωγή της και να αυξήσει την κατανάλωσή της.
Συμπερασματικά, παραγωγική ανασυγκρότηση σημαίνει, πάνω από όλα, τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των εγχώριων πόρων και αυτό μόνο στην ενδογενή κατεύθυνση μπορεί να εξασφαλιστεί. Σημαίνει επίσης ότι η παραγωγή γίνεται για να καλύψει ανάγκες και όχι για να νικήσει στον διεθνή ανταγωνισμό στραγγίζοντας τους εργαζόμενους, καταστρέφοντας ενδεχομένως το περιβάλλον, κοκ.
Μιλάμε και κοπτόμαστε για τη φέτα. Η φέτα από τις εξαγωγές που κάνουμε μας έφερε περίπου 600 εκατ. ευρώ φέτος. Δίνουμε όμως ως χώρα 2,7 δισ. για εισαγωγές γαλακτοκομικών-τυροκομικών. Το θέλουμε αυτό ως κοινωνία; Μπορούμε άραγε αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή τυροκομικών; Με ποιο σχέδιο; Υπάρχει; Έχουμε τα κότσια να ξεκινήσουμε την συζήτηση αυτή που είναι κομβική και θέλει σχεδιασμό και κυρίως πολιτική βούληση;», αναρωτήθηκε ο καθηγητής Δημήτρης Κουρέτας.