Ένας παλαιότερος πρωθυπουργός, στο ερώτημα αν σκοπεύει να κάνει ανασχηματισμό, είχε απαντήσει: «Γιατί, μήπως έχω τον Μαραντόνα στον πάγκο;».
*Γράφει ο Σπύρος Γκουτζάνης.
Ο νυν πρωθυπουργός πρόσφατα φρόντισε μόνος του να κόψει τη σχετική σεναριολογία, λέγοντας ότι δε σκοπεύει να πάει σε εκλογές, αλλά ούτε και σε ανασχηματισμό. Δέσμιος των εσωκομματικών ισορροπιών και της «λειψανδρίας» στον κομματικό πάγκο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βαδίζει προς το τέλος της τετραετίας με την κουρασμένη και σχετικά φθαρμένη κυβέρνησή του.
Οι δύο προηγούμενοι ανασχηματισμοί εξαντλήθηκαν σε περιορισμένες μετακινήσεις υπουργών, που είχαν προκαλέσει αρνητικές εντυπώσεις στην επικαιρότητα των ημερών. Στον πρώτο, τον Ιανουάριο του 2021, απομάκρυνε τον Τάκη Θεοδωρικάκο, βάζοντας στη θέση του τον Μάκη Βορίδη, και έστειλε τον Κωστή Χατζηδάκη «τιμωρία» στο υπουργείο Εργασίας. Ο επόμενος ήταν αναγκαστικός τον περασμένο Αύγουστο, όταν απομάκρυνε τον «υπουργό με τη μάνικα» Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, στον οποίο χρέωσε την πολιτική ευθύνη για τις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2021 (υποβαθμίζοντας παράλληλα τον Νίκο Χαρδαλιά).
Έφερε στη θέση του τον Χρήστο Στυλιανίδη, μεταγραφή από την Κύπρο - τον οποίο λένε οι πληροφορίες στη συνέχεια θα ήθελε, αλλά δεν μπορεί να ξεφορτωθεί. Επανάφερε τον Τάκη Θεοδωρικάκο και παράλληλα έβαλε τον Θάνο Πλεύρη στο υπουργείο Υγείας και έστειλε τον Βασίλη Κικίλια στο Τουρισμού. Φυσικά δεν άγγιξε τον πυρήνα του «επιτελικού κράτους», αφού κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε δομικές αλλαγές, πέρα από το ότι αναβάθμισε τον Άκη Σκέρτσο.
Δεν υπάρχει «πάγκος»
Για να κάνει ένα συνολικό reset στην κυβέρνησή του, όπως έλεγαν παλιά κάποια από τα «παπαγαλάκια» του Μαξίμου, θα πρέπει να αφήσει εκτός κυβέρνησης και να μετακινήσει κάποιους από τους κορυφαίους υπουργούς του. Αν και κατά καιρούς έχει διαρρεύσει από το Μέγαρο Μαξίμου ότι «ο πρωθυπουργός δε στέργει καθόλου τα όσα λέει και κάνει ο Άδωνις Γεωργιάδης», δεν έχει τολμήσει να τον αφήσει εκτός κυβέρνησης, ούτε καν να τον μετακινήσει. Παρομοίως δεν μπορεί να μετακινήσει τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Δένδια, ο οποίος άλλωστε δηλώνει ότι οι επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική (η περιβόητη απάντησή του στον Τσαβούσογλου) είναι του Κυριάκου Μητσοτάκη, ή τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Αλλά ούτε και τον Χρήστο Σταϊκούρα μπορεί να μετακινήσει από το Οικονομικών - άλλωστε του ψαλίδισε τις αρμοδιότητες, αναβαθμίζοντας σε αναπληρωτή τον Θεόδωρο Σκυλακάκη.
Και φυσικά δεν μπορεί να αγγίξει τον Κώστα Σκρέκα, που του έβγαλε πέρα την πολιτική ενίσχυσης των εταιρειών ενέργειας. Ο πρωθυπουργός όμως έδειξε ότι δεν είναι σε θέση να μετακινήσει ούτε τη Νίκη Κεραμέως, που κάνει τη δύσκολη και αντιλαϊκή δουλειά στο υπουργείο Παιδείας, ούτε τη Λίνα Μενδώνη, παρότι έχει προκαλέσει την αντιπάθεια του κόσμου του πολιτισμού - και όχι μόνο λόγω της υπόθεσης Λιγνάδη.
Δύσκολη εξίσωση
Ένας ανασχηματισμός και δη προεκλογικός μπορεί να έχει ευρύτερη πολιτική στόχευση. Όμως το να βάλει περισσότερους σημιτικούς, κάποιοι περιμένουν τρία χρόνια τώρα, για να στοχεύσει στον κεντρώο χώρο θα απελευθέρωνε τους δεξιούς ψηφοφόρους, όσους ακόμη συγκρατούνται. Από την άλλη, να πάει πιο δεξιά ενώ έχει μέσα Βορίδη, Άδωνη και Πλεύρη, είναι δύσκολο.
Το να αφήσει εκτός κυβέρνησης υπουργούς, όπως ο Γιάννης Πλακιωτάκης και ο Νότης Μηταράκης, ξεχασμένοι ούτως ή άλλως στον θώκο τους, δε θα είχε πολιτικό ή επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Στο πλαίσιο αυτό, ένας πιθανός ανασχηματισμός λίγους μήνες πριν τις εκλογές ενδεχομένως να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα του λύσει.
Μία σκέψη είναι να «ανακατέψει την τράπουλα» των υφυπουργών και να βάλει στο κυβερνητικό σχήμα πρόσωπα από νομούς που δεν εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να απελευθερώσει δημόσιες διαφοροποιήσεις, που είναι το τελευταίο που θέλει σε αυτή τη συγκυρία το Μέγαρο Μαξίμου, καθώς στις επόμενες εκλογές με απλή αναλογική περί τους 60 νυν βουλευτές θα μείνουν εκτός Βουλής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντί για το μικρό και ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα που είχε υποσχεθεί, όπως άλλωστε όλοι οι προκάτοχοί του, διατηρεί μία από τις μεγαλύτερες κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, πλησιάζοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου. Έχει δε το ρεκόρ της μικρότερης εκπροσώπησης γυναικών. Με το επιτελικό κράτος δε δημιούργησε στην πορεία του χρόνου ένα διαφορετικό μοντέλο, αλλά μία παράλληλη δομή στην ήδη υπάρχουσα, επιβαρύνοντας περαιτέρω τη γραφειοκρατία. Φυσικά τα περί παρακολούθησης και αξιολόγησης των υπουργών με το ηλεκτρονικό σύστημα πήγαν περίπατο...
*Ο Σπύρος Γκουζάνης είναι δημοσιογράφος.