Προς ένα νέο και διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο

Προς ένα νέο και διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το 2018 είναι ένα έτος αρκετά διαφορετικό συγκριτικά με τ' άλλα. Σίγουρα, δεν είμαστε χρονικά σε θέση να δούμε εάν όντως θα υλοποιηθούν οι εξαγγελίες της κυβέρνησης πως στο τρέχον έτος το ΑΕΠ της εθνικής μας οικονομίας θα αυξηθεί κατά δύο βαθμούς το ΑΕΠ ούτε εάν ανοίγει το δρόμο προς την ανάπτυξη. Το μόνο βέβαιο είναι πως μάλλον δε θα βιώσουμε την ίδια δημοσιονομική κατάσταση  μ' εκείνη του 2015, όπου πραγματικά βρισκόμασταν ένα βήμα πριν την έξοδο από τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.

Το 2018 θα το χαρακτήριζα ως ένα έτος εκκίνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας. Είναι ένα έτος που πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Αλήθεια, εάν κάναμε μία αυθόρμητη ερώτηση σ' έναν Έλληνα πολίτη , ο οποίος έχει μια γενική αντίληψη της εθνικής μας οικονομίας, για το πώς φθάσαμε εδώ, τι θα μας απαντούσε?

Θα μας απαντήσουμε πως το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πολιτικό και οικονομικό συνάμα. Θα μας εξηγούσε πως η κρίση είναι απόρροια του τρόπου διαχείρισης από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας, του παραγωγικού μοντέλου και μιας ανθυγιεινής κουλτούρας που επιβιώνει στο ελληνικό τοπίο.

Εάν θέλαμε να αξιολογήσουμε την απάντησή του, τότε μάλλον θα συμφωνούσαμε. Βέβαια, ένας ειδικός θα έδινε έμφαση περισσότερο στο παραγωγικό μοντέλο , όπως ακολουθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και θα έλεγε πως η αλλαγή του σημαίνει προϋπόθεση για τη διασφάλιση δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης.

Ας δούμε την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε σε επίπεδο Μεταπολίτευσης. Οι Έλληνες πολίτες είχαν μάθει να κυβερνώνται από μονοκομματικές κυβερνήσεις είτε ΠΑΣΟΚ είτε Νέας Δημοκρατίας. Οι κυβερνήσεις αυτές είχαν μάθει τον πολίτη να έχει ανταλλακτικές σχέσεις με το Κράτος. Το Κράτος λειτουργούσε ως μία αστείρευτη πηγή χρημάτων που μέσω πελατειακών σχέσεων και επιδομάτων  κατάφερνε και εξασφάλιζε την κοινωνική συνοχή. Εάν σε περίπτωση ένα συνδικαλιστικό σωματείο επιζητούσε στα μέλη του μπόνους χρημάτων ή επιδοματικές πολιτικές , τότε η πολιτική ηγεσία ήταν ανίκανη να μη του το παράσχει. Έτσι, εντός πολιτικού συστήματος, γεννήθηκαν φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς. Δυστυχώς, όμως, όταν το Κράτος φέρεται ως ένας μεγάλος εργοδότης, τότε το κοινωνικο- οικονομικό είναι αποφασισμένο να αποτύχει. Τόσο απλά. Σε αναπτυξιακό επίπεδο, η Ελλάδα δε μπορούσε να ανταπεξέλθει και ανήκαμε στις χώρες με τη φτωχότερη ανάπτυξη. Υιοθετήσαμε ένα μοντέλο εσωτερικής κατανάλωσης. Στηριχθήκαμε περισσότερο στις εισαγωγές παρά στις εξαγωγές. Παράλληλα, αποποιηθήκαμε τον αγροτικό μας χαρακτήρα, ενώ οι επενδυτικές πρωτοβουλίες ήταν από ελάχιστες μέχρι μηδαμινές. Μέσα σε αυτό το αντιπαραγωγικό πλαίσιο, εμφανίστηκε ο υπερδανεισμός της χώρας μας και εν τέλει καταλήξαμε στην κρίση του 2007.

Βέβαια, η ευρωπαϊκή κρίση του 2007 είχε το εξής επακόλουθο. Μεταφέρθηκε στις αδύναμες και ανίσχυρες οικονομίες. Η ελληνική οικονομία με μαθηματική ακρίβεια οδηγήθηκε στην καταστροφή. Ύστερα όμως από 9 χρόνια, η Ελλάδα είναι έτοιμη ξεκινήσει από το μηδέν και να δημιουργήσει ένα ισχυρό υπόβαθρο παραγωγικής ανασυγκρότησης, κατανοώντας τα λάθη της. Το ερώτημα παραμένει πώς θα δημιουργήσουμε ανάπτυξη, τώρα που οι πληγές επουλώνονται?

Πρώτα, οφείλουμε σα συνειδητοποιήσουμε πως το μοντέλο της Μεταπολίτευσης έχει αποτύχει παταγωδώς και δεν τίθεται αμφισβήτηση ως προς αυτό. Επομένως, προτάσεις όπως: «Θέλω να μπω στο Δημόσιο» ή «περιμένω από τον πατέρα να μιλήσει με το συγκεκριμένο βουλευτή για μια θέση εργασίας» καταρρίπτονται.  Είναι προτάσεις ή φιλοδοξίες που θυμίζουν μαύρες εποχές για την ελληνική οικονομία.

Δεύτερον, η απομυθοποίηση του μεταπολιτευτικού μοντέλου πρέπει να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός άλλου μοντέλου οικονομίας. Εξωστρεφές. Πρέπει να περιοριστούν σημαντικά οι εισαγωγές προϊόντων εξωτερικού και να ξεκινήσει η επένδυση- εξαγωγική πολιτική σε τομείς, όπως: ο αγροτικός, ο τουρισμός, το εμπόριο, η ναυτιλία, οι μεταφορές και τα logistics. Είναι τομείς που η Ελλάδα μπορεί να βγει κερδισμένη. Βέβαια, απαιτείται και αλλαγή κουλτούρας. Δεν πρέπει να θεωρούμε το προϊόν, δηλαδή το εμπορεύσιμο αγαθό, αποκλειστικά εγχώριο και ντόπιο. Πρέπει να το κυκλοφορήσουμε, να το δει η Ευρώπη και συνεχώς να το αξιολογούμε, βελτιώνοντάς το. Η εσωτερική καταναλωτική ζήτηση μόνο βλαπτικό περιεχόμενο έχει για την ανάπτυξη.

Τρίτον, θεωρώ κατακριτέο η Ελλάδα να θεωρείται χώρα της Ευρωζώνης, μιας ομάδας κρατών με ένα πολύ ισχυρό νόμισμα,  και παράλληλα να έχει υψηλά επίπεδα αποβιομηχανοποίησης. Η συνεισφορά της βιομηχανίας στο ΑΕΠ έχει πέσει κάτω από 9% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 15%. Και όμως είναι μία δυσάρεστη αλήθεια, που πρέπει να μας βάλει σε σκέψη.

Για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο, χρειάζονται και «γενναίοι συνδυασμοί». Ο αγροτουρισμός, για παράδειγμα, πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο.

Τέλος, απαιτείται σωστή διαχείριση του ανθρωπίνου κεφαλαίου μαζί  με το τέλος «του Brain Drain». Όταν  φεύγουν από τη χώρα άνθρωποι νέοι με εφόδια και γνώσεις, τότε δεν υπάρχει ούτε έρευνα ούτε καινοτομία. Όταν απουσιάζει ένα τόσο σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο τότε δε μπορείς να πρωτοτυπήσεις. Και η πρωτοτυπία είναι ο αναγκαίος όρος για την παραγωγική ανασυγκρότηση.

 Το βασικό πρόβλημα της εθνικής μας οικονομίας ήταν το παραγωγικό μοντέλο. Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου είναι μια μακρά διαδικασία και σίγουρα εάν η Ελλάδα επιθυμεί να μη ξανα-βιώσει τα πέτρινα χρόνια της κρίσης, τότε πρέπει όλες οι κομματικές δυνάμεις να δουλέψουν από κοινού.

Ο Νίκος Κοσμαδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας ([email protected])

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News