default-image

Δούμπας: O Έλληνας που έχτισε το Μέγαρο Μουσικής της Βιέννης

Κόσμος
Δούμπας: O Έλληνας που έχτισε το Μέγαρο Μουσικής της Βιέννης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«O Νικόλαος Δούμπας, γόνος οικογένειας Ελλήνων μεταναστών, είναι η πειστικότερη απόδειξη για το πόσο νοσηρό, γελοίο και βλαβερό είναι να μην αξιολογεί κανείς τους ανθρώπους σύμφωνα με τις ικανότητες, τις επιδόσεις και τις ηθικό περιεχόμενο των πράξεών τους, αλλά σύμφωνα με τον τόπο της γέννησης και την καταγωγή τους και να τα μετατρέπει αυτά σε κόμμα και πολιτικές αρχές...

Ο Ν. Δούμπας δεν ήταν ένας από τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας, εντούτοις έπαιξε έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο και έγινε μέλος του Κοινοβουλίου. Δεν ήταν καλλιτέχνης ή συγγραφέας αλλά ο θάνατός του δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στη λογοτεχνική και καλλιτεχνική ζωή της Βιέννης. Δεν θα τον έβρισκες εκεί όπου συγκεντρώνονται οι πολλοί, ήταν εν τούτοις δημοφιλής και τον γνώριζαν ακόμα και τα παιδιά.

Πρόκειται για έναν άντρα ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των διαπρεπέστερων πνευμάτων της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, ένας υποστηρικτής της τέχνης και όλων των ευγενών σκοπών, σε τέτοιο βαθμό ώστε εάν ξεφυλλίσει κανείς την ιστορία της Βιέννης θα βρει σχεδόν σε κάθε της σελίδα το όνομα Δούμπας.

Γι' αυτό και δεν υπάρχει πουθενά κάποιος άλλος που θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει ούτε κατά προσέγγιση», έγραφε σε πρωτοσέλιδο άρθρο της στις 23 Μαρτίου 1900 η διεθνούς κύρους εφημερίδα της Βιέννης «Neue Freie Presse», αναγγέλλοντας τη θλιβερή είδηση του θανάτου του, αναφερόμενη εκτενώς και με διθυραμβικό τρόπο στο τεράστιο έργο του εμπνευστή, ιδρυτή και μεγάλου χορηγού του Μεγάρου Μουσικής της Βιέννης (Musikverein), από όπου μεταδίδεται η παραδοσιακή πρωτοχρονιάτικη συναυλία από την ΕΡΤ.

Φυσικό, αφού ολοκληρώθηκε με προσωπική του φροντίδα, υπό την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου του Σωματείου των Φίλων Μουσικής της Βιέννης, το οποίο είχε μεν ιδρυθεί το 1812 με αυτόν τον σκοπό, αλλά εγκαινιάστηκε μόλις το 1870 χάρη στις άοκνες προσπάθειές του.

Για την ανέγερση τού νεοκλασικού ρυθμού μεγάρου, -έδρας πλέον της περίφημης Φιλαρμονικής της Βιέννης-, ο Νικόλαος Δούμπας συνεργάστηκε με τον ελληνολάτρη Θεόφιλο φον Χάνσεν.

Ο Δανός αρχιτέκτονας, ο οποίος έχει σχεδιάσει επίσης την Ακαδημία, το Ζάππειο, το Αστεροσκοπείο και την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, κόσμησε την μεν χρυσοποίκιλτη μεγάλη αίθουσα συναυλιών -παγκοσμίως γνωστή και για την άριστη ακουστική της- με 32 καρυάτιδες, την δε διπλανή μικρότερη «αίθουσα Μπραμς» με ιωνικού ρυθμού κίονες. Αρχιτεκτονική και διακόσμηση όφειλαν να παραπέμπουν σε ένα αρχαίο Ναό, της Μουσικής αυτή τη φορά.

Χαρακτηριστικό της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφαν στο πρόσωπό του Έλληνα μαικήνα οι Αυστριακοί είναι ότι πέντε μέρες μετά τον θάνατό του ο δρόμος μπροστά από την κεντρική είσοδό του αγαπημένου του δημιουργήματος μετονομάστηκε από το δήμο της Βιέννης σε οδό Δούμπα (Dumba Strasse) «...σε εκτίμηση των μεγάλων προσφορών του εκλιπόντος».

Ποιος όμως ήταν ο Νικόλαος Δούμπας για τον θάνατο του οποίου ειδοποιήθηκε ταυτόχρονα με τους οικείους του ο ίδιος ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ και στην κηδεία του συμμετείχαν χιλιάδες απλοί και επιφανείς Βιεννέζοι;

Ο -σχεδόν πανελληνίως άγνωστος- εθνικός ευεργέτης της Αυστρίας (και της Ελλάδος), που πρωταγωνίστησε στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Βιέννης του 19ου αιώνα, ήταν ο δευτερότοκος γιός του βλαχόφωνου Στέργιου Δούμπα από την Βλάστη Κοζάνης, του οποίου ο πατέρας κατέφυγε στις Σέρρες εξ αιτίας των τουρκαλβανικών διωγμών.

Ο νεαρός Στέργιος, ιδρυτής ουσιαστικά μιας δυναστείας, μετανάστευσε το 1817 στην Βιέννη, όπου επιδόθηκε με μεγάλη επιτυχία στο εμπόριο βαμβακιού και σε χρηματιστηριακές δραστηριότητες, πλούτισε και αναδείχτηκε σε σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό παράγοντα της ακμάζουσας ελληνικής παροικίας της, αλλά και σε εξέχουσα φυσιογνωμία της μοναρχίας των Αψβούργων.

Προσέφερε τεράστια ποσά για τον εθνικό αγώνα, αλλά και στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος, χρηματοδοτώντας σχολεία, την ίδρυση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του Αρσάκειου καθώς και την ζωγραφική της ζωφόρου του Πανεπιστημίου. Το πνεύμα αυτό μεταλαμπάδευσε και στα παιδιά του Νικόλαο και Μιχαήλ τα οποία έμειναν ορφανά από μητέρα σε νηπιακή ηλικία.

Ο Νικόλαος Δούμπας γεννήθηκε στη Βιέννη το 1830, έζησε για ένα διάστημα με τον αδελφό του στην Αθήνα, όπου κατοικούσαν στην οικία του αυστριακού πρεσβευτή Πρόκες φον Όστεν και όταν επέστρεψαν ο Νικόλαος φοίτησε και αποφοίτησε στο ακαδημαϊκό γυμνάσιο της Βιέννης. Ήταν μάλιστα ένας από τους δύο νεαρούς που συνόδεψαν τον 18χρονο αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄ κατά τη στέψη του.

Το 1853 μετοίκησε στην πόλη Τάτεντορφ (Tattendorf) κοντά στην Βιέννη, αγόρασε ένα υφαντουργείο βάμβακος, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής χάρη στις αγαθοεργίες του και τιμάται μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια ανέπτυξε και άλλες οικονομικές δραστηριότητες αυξάνοντας την ήδη μεγάλη οικογενειακή περιουσία.

Ο Νικόλαος Δούμπας ήταν φίλος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, ένα από μεγαλύτερα έργα του οποίου ήταν η δημιουργία του περίφημου δακτυλίου της Βιέννης (Ringstrasse). Ως μέλος της επιτροπής του φιλόδοξου αυτοκρατορικού προγράμματος, o δραστήριος Έλληνας έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στον εξωραϊσμό και την επέκταση της πόλης.

Εκτός του Μεγάρου Μουσικής, συνέβαλε καθοριστικά -ιδίως οικονομικά- στην ανέγερση πολλών επιβλητικών κτιρίων, όπως είναι η εξόχως ελληνοπρεπής αυστριακή Βουλή, η οποία μοιάζει με το Ζάππειο, του Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας των Τεχνών, του Δημαρχείου και του καθεδρικού ναού του Αγ. Στεφάνου σε συνεργασία με τον Χάνσεν.

Ιδέα του Ν. Δούμπα ήταν επίσης να φιλοτεχνηθούν -με χοργηγία του- και να τοποθετηθούν στην πόλη τα αγάλματα του Μπετόβεν, του Μπραμς και του Σούμπερτ. Το 1896, με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του Μότσαρτ, ανακηρύχτηκε μάλιστα ένας εκ των τεσσάρων μυστικοσυμβούλων του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄.

Δίκαια η Εφημερίδα Neue Freie Presse θα γράψει δύο μέρες μετά τον θανατό του, στις 25.03.1900 «...χωρίς τον Δούμπα πολλά από τα μνημεία της Βιέννης δεν θα είχαν ποτέ ανεγερθεί, ούτε αυτά των Σούμπερτ, Μπετόβεν, Μότσαρτ…».

Σχεδόν αναμενόμενο αφού όλοι οι μουσουργοί της εποχής, ο Γιοχάνες Μπράμς, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Γιόχαν Στράους ο νεώτερος ήταν φίλοι του. Ο τελευταίος μάλιστα συνέθεσε και πρωτοπαρουσίασε τον ανεπίσημο «εθνικό ύμνο» της Αυστρίας, το πασίγνωστο βαλς «Γαλάζιος Δουνάβης», στην εξοχική κατοικία του στις όχθες του.

Είχε προηγηθεί η αφιέρωση του βαλς «Νέα Βιέννη» (Neu Wien) στον ιδιοφυή Έλληνα, και η σύνθεση της «Πόλκας των Ελλήνων» (Hellenen Polka), με την οποία ο Στράους εξυμνούσε τόσο τον ρόλο του στην αναμόρφωση τη Βιέννης, όσο και στην προαγωγή της μουσικής και των τεχνών. Επίσης, ο Άντον Κραλ συνέθεσε προς τιμήν του το έργο «Dumba Marsch».

Οι δραστηριότητες όμως της «ιδιοφυΐας των Μουσών», όπως αποκλήθηκε, δεν περιορίζονται εδώ. Ήταν ο Ν. Δούμπας εκείνος που ανέδειξε τον Φραντς Σούμπερτ, τον οποίο θαύμαζε, δημιούργησε συλλογή των έργων του διασώζοντάς τα και τα κληροδότησε τελικά στην Βιβλιοθήκη της Βιέννης.

Υπήρξε επίσης προστάτης των ζωγράφων Γκούσταβ Κλιμτ και Χανς Μάκαρτ, ενώ το μέγαρο της οικίας Δούμπα στην Ringstrasse διακοσμήθηκε με έργα σπουδαίων καλλιτεχνών και στο σαλόνι του συναντιόταν η καλλιτεχνική και πνευματική αφρόκρεμα της Βιέννης.

Για την τεράστια αυτή προσφορά του στον πολιτισμό το αυστριακό κράτος τον χαρακτήρισε μαικήνα των Τεχνών, το όνομά του χαράχτηκε στο «Χρυσό βιβλίο» των Επίτιμων Πολιτών της Βιέννης, ενώ τιμήθηκε εν ζωή από την Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης.

Διετέλεσε επίσης διευθυντής της Εταιρίας Τεχνών και μέλος του καλλιτεχνικού συμβουλίου του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Αυστροουγγαρίας.

Ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη ζωγραφική και τη μουσική ως μέλος και αργότερα ως πρόεδρος της Βιεννέζικης Χορωδίας Ανδρών.

Παράλληλα, ο πολυσχιδής Έλληνας σταδιοδρόμησε και πολιτικά. Υπήρξε επί τριάντα χρόνια βουλευτής της αντιπολιτευόμενης παράταξης των Φιλελευθέρων και μάλιστα της αριστερής της πτέρυγας, υπερασπιζόμενος με σθένος τα δικαιώματα των εργαζομένων και των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων.

Σε αναγνώριση των καλών του υπηρεσιών ανακηρύχτηκε από τον Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄ ισόβιο μέλος της Γερουσίας και τιμήθηκε επίσης με τον σταυρό των Ιπποτών (Ritterkreuz) από τον Αυτοκράτορα.

Ο Ν. Δούμπας όμως, όπως ο πατέρας του και ο αδερφός του, δεν αποδέχτηκε τον αυτοκρατορικό τίτλο ευγενείας, αποδεικνύοντας και πάλι τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Ο Νικόλαος Δούμπας επιτέλεσε και αξιόλογο κοινωνικό, ευεργετικό και φιλανθρωπικό έργο όχι μόνο στην Αυστρία, αλλά και στην ελληνική παροικία και στην Ελλάδα, την οποία δεν ξεχνούσε και αγαπούσε.

Ενίσχυσε μεταξύ άλλων οικονομικά τα ελληνικά σχολεία της Βλάστης Κοζάνης και των Σερρών και με δωρεά του ανακαινίστηκε επίσης ο Ναός του Αγ. Γεωργίου της Βιέννης.

Άφησε την τελευταία του πνοή στη Βουδαπέστη. Η κηδεία του έγινε στις 27 Μαρτίου 1900 στο ναό της Αγίας Τριάδος της Βιέννης. Τη σορό του συνόδευσαν πλήθος επισήμων, ευγενών, ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, απλών πολιτών και οκτώ άμαξες με 270 στεφάνια.

Η πομπή προχώρησε προς το Μέγαρο Μουσικής όπου εψάλη το πένθιμο έργο του Σούμπερτ το [«Ruh' in Frieden Allerseelen»] και κατέληξε στο ελληνικό τμήμα του κεντρικού Νεκροταφείου της Βιέννης.

Ετάφη στον οικογενειακό τάφο, ενώ η Βιεννέζικη Χορωδία Ανδρών τραγούδησε το Grablied από το έργο «Ο Θάνατος και η Κόρη» και το Nebensonnen του Σούμπερτ σύμφωνα με την επιθυμία που είχε εκφράσει στη διαθήκη του, «...Κοντά στον τάφο μου, παρακαλώ το Σύλλογο να τραγουδήσει οποιοδήποτε χορωδιακό του Σούμπερτ..».

Στις 13 Αυγούστου 1903 όμως έγινε εκταφή των λειψάνων του, τα οποία εναποτέθηκαν τιμής ένεκεν, δίπλα στους τάφους των μεγάλων μουσουργών Μπετόβεν, Μότσαρτ, Στράους, Μπράμς και Σούμπερτ…

ΑΠΕ - ΜΠΕ

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News