default-image

Παναγία η Μέγιστη: Η Φάτνη του Ιησού στη Ρώμη

Πολιτισμός
Παναγία η Μέγιστη: Η Φάτνη του Ιησού στη Ρώμη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υπάρχει άραγε ακόμα η φάτνη του Χριστού; Η απάντηση βρίσκεται στη φημισμένη Παπική Βασιλική της Παναγίας της Μέγιστης, της Santa Maria Maggiore, στην "καρδιά" της Αιώνιας Πόλης, της Ρώμης.

Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, στην κρύπτη του ναού, κάτω από το Ιερό Βήμα, βρίσκεται ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια των Ρωμαιοκαθολικών, που ανακαλεί μνήμες από τα συγκλονιστικά γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας, δύο χιλιετίες πριν, στη Βηθλεέμ. Ένα αρχαίο κομμάτι ξύλου, το οποίο πιστεύεται ότι προέρχεται από τη φάτνη του Θεανθρώπου, και κάποια άλλα μικρότερα "διηγούνται" με έναν ξεχωριστό τρόπο στους χιλιάδες πιστούς, που σπεύδουν να τα προσκυνήσουν, τα γεγονότα που περιγράφονται στα Ευαγγέλια.

Το ξύλο, γνωστό ως cunambulum, προστατεύεται από κρύσταλλο με ασημένια "δεσίματα", έργο του Τζιουζέπε Βαλαντιέρ, μέσα σε μια χρυσή λειψανοθήκη που μαγνητίζει αμέσως τα βλέμματα όσων κατεβαίνουν στην κρύπτη, στην οποία οδηγεί μια σκάλα κοσμημένη από σπάνια μάρμαρα που έφτασαν στη Ρώμη από την Ανατολή. Μπροστά στη λειψανοθήκη προσεύχεται γονατιστός ο Πάπας Πίος IX, το άγαλμα του οποίου, έργο του Ιγνάτσιο Τζιακομέτι, μαρτυρεί ότι αυτός ο ποντίφικας παρήγγειλε την κατασκευή του παρεκκλησιού της κρύπτης για να στεγάσει το πολύτιμο κειμήλιο.

Η σπηλιά του Σίξτου ΙΙΙ

Η ιστορία της κρύπτης ξεκινά στα 432, όταν ο Πάπας Σίξτος ΙΙΙ αποφάσισε να δημιουργήσει μια αναπαράσταση της σκηνής της γέννησης του Ιησού μέσα στη Βασιλική της Παναγίας, η οποία κατασκευαζόταν στα χρόνια του, με μια σκηνογραφία που θα παρέπεμπε στη φάτνη.

Η "σπηλιά" του Σίξτου ΙΙΙ εμπλουτίστηκε από τους διαδόχους του και κυρίως τον Πάπα Νικολό IV, ο οποίος στα 1288 παρήγγειλε στον Αρνόλφο ντι Κάμπιο να δημιουργήσει μια γλυπτική σύνθεση της γέννησης. Ο Ντι Κάμπιο ολοκλήρωσε το έργο, το οποίο θεωρείται το παλαιότερο του είδους, γύρω στα 1291, εμπνεόμενος από τις "ζωντανές" αναπαραστάσεις της γέννησης με ανθρώπους και ζώα, τις οποίες "εγκαινίασε" ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης.

Ο δημοφιλής Άγιος της περιοχής λέγεται ότι εμπνεύστηκε την ιδέα, την οποία υλοποίησε στο Κρέτζιο στα 1223, μετά από το προσκυνηματικό του ταξίδι στη Βηθλεέμ. Ο Αρνόλφο ντι Κάμπιο επέλεξε να χρησιμοποιήσει για τη σύνθεσή του οκτώ μεγάλες μαρμάρινες φιγούρες, την Παναγία με το νεογέννητο Χριστό, τον Ιωσήφ με το μπαστούνι του, τους Τρεις Μάγους, ένας από τους οποίους γονατιστός μπροστά στον Ιησού, καθώς επίσης τα κεφάλια ενός βοδιού και ενός γαϊδουράκου. Από την αρχική αυτή σύνθεση τα αγάλματα της Παναγίας και του Ιησού φαίνεται ότι είτε υπέστησαν κάποιας μορφής επιδιόρθωση ή ακόμα και ανακατασκευή γύρω στα 1500, όπως εκτιμούν οι ιστορικοί της τέχνης.

Τα αγάλματα αυτά μεταφέρθηκαν στην κρύπτη κάτω από το Ιερό Βήμα της Σάντα Μαρία Ματζιόρε, όταν ο Πάπας Σίξτος V (1585-1590) ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Ντομένικο Φοτάνα να σχεδιάσει το Μεγάλο Παρεκκλήσι του "Ευλογημένου Μυστηρίου" ή αλλιώς την Καπέλα Σιστίνα της Βασιλικής.

Πώς βρέθηκε στη Ρώμη

Αν και δεν υπάρχει κάποια γραπτή τεκμηρίωση για το πώς το πολύτιμο κειμήλιο έφτασε στη Ρώμη, η παράδοση θέλει να αποτελεί τμήμα των ιερών αντικειμένων που ανακάλυψε η Αγία Ελένη κατά το δύσκολο προσκυνηματικό ταξίδι της στους Αγίους Τόπους το 325 ή το 326, σε ηλικία περίπου 80 ετών. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, η Αγία Ελένη ανακάλυψε τη φάτνη στη Βηθλεέμ κατά τις εκεί έρευνές της, όμως δε μετέφερε το κειμήλιο στη Ρώμη, στην οποία επέστρεψε το 327.

Τα τμήματα των ξύλων της φάτνης θεωρείται ότι έφτασαν στην Αιώνια Πόλη από τους Αγίους Τόπους υπό το Ποντιφικάτο του Θεόδωρου (640-649), ο οποίος καταγόταν από την Παλαιστίνη.

Γνωρίζοντας τους κινδύνους για τα κειμήλια, καθώς η περιοχή βρισκόταν στο επίκεντρο του ανταγωνισμού μεταξύ Αράβων και Χριστιανών, φαίνεται ότι έδωσε εντολή για τη μεταφορά ορισμένων από τα ιερά αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί, στη Ρώμη.

Η ΕΡΕΥΝΑ

Πέντε κομμάτια αρχαίο ξύλο από πλάτανο

Τα τμήματα της φάτνης που φυλάσσονται στην κρύπτη της Santa Maria Maggiore αποτελούνται συνολικά από πέντε κομμάτια ξύλου. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, θεωρείται πιθανό ότι τα κομμάτια αυτά αποτελούσαν στην πραγματικότητα στηρίγματα της σπηλιάς από μαλακό ασβεστόλιθο, μέσα στην οποία γεννήθηκε ο Ιησούς. Το κειμήλιο μελετήθηκε από το Βατικανό, υπό τον υποδιευθυντή του Παρατηρητηρίου του, πάτερα Λαΐς, στα 1893, κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ξύλα προέρχονται από πλάτανο, και μάλιστα από μια ποικιλία που συναντάται στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Το κειμήλιο τοποθετήθηκε στην κρύπτη της Basilica Sanctae Mariae Majoris ad Nives, όπως είναι το λατινικό όνομα της Βασιλικής, μέσα σε μια λειψανοθήκη πλούσια κοσμημένη με χρυσάφι και ασήμι, του 1830. Τα τμήματα της φάτνης προστατεύονται από κρύσταλλο, που μαζί με τη λειψανοθήκη είναι έργο του Τζιουζέπε Βαλαντιέρ.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ

Το "θαύμα του χιονιού" του Αυγούστου του 356

Η Βασιλική της Ρώμης, που φιλοξενεί το πολύτιμο κειμήλιο, η Σάντα Μαρία Ματζιόρε, αποτελεί ένα θαύμα της τέχνης, της αρχιτεκτονικής και της πίστης, και θεμελιώθηκε κυριολεκτικά πάνω σε ένα από αυτά: το λεγόμενο "θαύμα του χιονιού". Σύμφωνα με την παράδοση, το 356 ο Πάπας Λιβέριος είδε σε όνειρο την Παναγία να του ζητεί να χτίσει μια εκκλησία προς τιμήν της στη Ρώμη, στο σημείο όπου θα έπεφτε χιόνι.

Το χιόνι όντως έπεσε στη Ρώμη, στην "καρδιά" του καλοκαιριού, στον Εσκουιλίνο λόφο, στις 5 Αυγούστου του 356, στο σημείο όπου ο ποντίφικας ίδρυσε τη Βασιλική, μια από τις σημαντικότερες των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Για το λόγο αυτό ένα από τα ονόματα της Βασιλικής είναι Liberiana.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το όνειρο δεν το είδε ο ίδιος ο Πάπας, αλλά ένας Ρωμαίος πατρίκιος με τη σύζυγό του, ο Ιωάννης, ο οποίος επιθυμούσε να χτίσει μια εκκλησία προς τιμήν της Παναγίας. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στην πραγματικότητα ο θρύλος αναφέρεται στις πηγές για πρώτη φορά το έτος 1000 και απαθανατίστηκε από τον Μαζολίνο ντα Πανικάλε στο ομώνυμο έργο του.

Η αναπαράσταση

Η διάδοση του θρύλου ήταν, όμως, τόσο μεγάλη, που η Βασιλική, η μεγαλύτερη αφιερωμένη στην Παναγία σε ολόκληρη τη Ρώμη από τις άλλες 25, είδε το όνομά της να συνοδεύεται και από το "Nives", που σημαίνει χιόνι, στο πλήρες όνομά της. Ακόμα και σήμερα, το "θαύμα του χιονιού" ξαναζωντανεύει κάθε χρόνο στις 5 Αυγούστου, όταν από την οροφή της Βασιλικής πέφτουν λευκά ροδοπέταλα ή άνθη ντάλιας, που αναπαριστούν τις νιφάδες του χιονιού.

Εκτός από το όνομα με το οποίο είναι γνωστή σήμερα η Βασιλική, περιγράφεται και ως Sancta Maria ad Praesepe, λόγω του κειμηλίου της φάτνης.

Η διαδρομή της άφεσης

Η σημασία του ναού είναι εμφανής τόσο από τα αριστουργήματα της τέχνης που περιλαμβάνει, όντας βεβαίως ο ίδιος ως τέτοιο, όσο και από το γεγονός ότι αποτελεί μία από τις τέσσερις που έχουν τον τίτλο "Βασιλική" στη Ρώμη, με τις άλλες να είναι εκείνες του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Παύλου εκτός των τειχών, και του Αγίου Ιωάννη στο Λατερανό. Επίσης, μαζί με τον Άγιο Λαυρέντιο εκτός των τειχών, αναφέρονται ως οι πέντε "πατριαρχικές Βασιλικές" της Αιώνιας Πόλης. Μαζί με τη Santa Croce in Gerusalemme και τον Άγιο Σεβαστιανό δημιουργούσαν μια προσκυνηματική διαδρομή 20 χιλιομέτρων, που αν κάποιος πιστός την ακολουθούσε επισκεπτόμενος όλους τους ναούς, έπαιρνε άφεση αμαρτιών, σύμφωνα με την παράδοση που είχε εγκαινιάσει ο Άγιος Φίλιππος Νέρι στις 25 Φεβρουαρίου 1552.

"Sixtus Episcopus plebe Dei"

Αν και η θεμελίωση του ναού έγινε από τον Λιβέριο, η κατασκευή της Βασιλικής ξεκίνησε από τον Πάπα Σίξτο ΙΙΙ (432-440), όπως μνημονεύει και η ιδρυτική επιγραφή στη θριαμβική αψίδα: "Sixtus Episcopus plebe Dei" ("Σίξτος, Επίσκοπος του λαού του Θεού"). Πολλοί Πάπες συνέχισαν το μεγαλειώδες έργο με αρχιτεκτονικές προσθήκες και έργα τέχνης, όμως οι πιο σημαντικές από αυτές ακολούθησαν τις καταστροφές από το σεισμό του 1348. Από τα πιο σημαντικά έργα τέχνης είναι το ψηφιδωτό της κόγχης, έργο του 13ου αιώνα, διά χειρός Τζάκοπο Τορίτι, στο οποίο η Παναγία εικονίζεται ως βυζαντινή πριγκίπισσα, που στέφεται από τον Ιησού, όπως και τα παλαιότερα 36 συνολικά ψηφιδωτά πάνω από το σηκό, τα οποία χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα.

Το χρυσάφι του Κολόμβου

Η Βασιλική, χαρακτηρισμός που παραπέμπει φυσικά στο γνωστό αρχιτεκτονικό σχήμα, δομείται σε τρία κλίτη, τα οποία ορίζουν σαράντα τεράστιοι ιωνικοί κίονες. Περιλαμβάνει πληθώρα από παρεκκλήσια και ένα διάκοσμο που κόβει την ανάσα. Πρωτίστως το φάντωμα της οροφής από καθαρό χρυσάφι, το οποίο λέγεται ότι προέρχεται από το πρώτο φορτίο χρυσού από τη Νέα Γη, που μετέφερε ο Κολόμβος στη Δύση και δωρήθηκε στο ναό από τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα της Ισπανίας. Τη χρήση του χρυσού για την οροφή διέταξε ο Πάπας Αλέξανδρος VI, Βοργίας, στα τέλη του 15ου αιώνα, αναθέτοντας το έργο πιθανότατα στον Τζιουλιάνο ντα Σάγκαλο.

Ενθάδε κείται...

Στο ναό, όπως και σε όλους σχεδόν της Ρώμης, έχουν ταφεί σημαντικές προσωπικότητες της Ιταλίας, ανάμεσά τους ο Πάπας Παύλος V μαζί με άλλα μέλη της διάσημης οικογένειάς του, Μποργκέζε, το όνομα της οποίας μνημονεύει ακόμα η περίφημη ρωμαϊκή βίλα, και βεβαίως ο διάσημος γλύπτης Τζιαν Λορέντζο Μπερνίνι, έργα του οποίου μπορεί να δει κανείς σε κάθε γωνιά της Ρώμης, όπως φυσικά και στον Άγιο Πέτρο, όπου ο Μπερνίνι έχει υπογράψει την κιονοστοιχία και την πλατεία, καθώς και το baldaccino, που βρίσκεται πάνω από τον Άγιο Πέτρο.

Συντροφιά στην αιωνιότητα κάνουν στον Τζαν Λορέντζο, μέσα στο απέριττο μνημείο του στη Santa Maria Maggiore, οι πρόγονοί του. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο τάφος, με τη λιτότητά του, έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με τα αριστουργήματα που τον έκαναν διάσημο και χαρακτηρίζονται από την μπαρόκ υπερβολή και την έκρηξη των συναισθημάτων.

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΣΙΞΤΟΥ V

Η Καπέλα Σιξτίνα της Σάντα Μαρία

Εκτός των άλλων, η Βασιλική διαθέτει και τη δική της... Καπέλα Σιξτίνα. Όχι βεβαίως αυτή του Μιχαήλ Αγγέλου, αλλά ένα παρεκκλήσι, ήτοι Καπέλα, που χτίστηκε από τον Πάπα Σίξτο V, εξ ου και Σιξτίνα. Σε αυτό βρίσκεται ο τάφος του ποντίφικα, ενώ μέρος της διακόσμησής του, όπως συμβαίνει σε πολλά εκκλησιαστικά οικοδομήματα της Ρώμης, προέρχεται από έναν αρχαίο ναό, εν προκειμένω από το λεγόμενο Σεπτιζόντιουμ, που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο.

Έξω από το ναό υπάρχει ο οβελίσκος, που στήθηκε κατ' εντολήν του Πάπα Σίξτου V το 1587 και χρησίμευε ώστε να προσανατολίζονται οι προσκυνητές που έρχονταν από το Βορρά στο ναό της Santa Maria Maggiore.

Στην πλατεία, που ανοίγεται στην πρόσοψη του ναού, υπάρχει ένα ακόμη αρχαίο μνημείο, ένας στύλος από τη Βασιλική του Κωνσταντίνου στη Ρωμαϊκή Αγορά, το Foro Romano, πάνω στον οποίο έχει τοποθετηθεί ένα άγαλμα της Παρθένου.

Η πρόσοψη της Santa Maria Maggiore είναι ένα αριστούργημα του μπαρόκ, έργο του Κάρλο Ραϊνάλντι, που, αν και εντυπωσιακό, δημιουργεί διαφορετική εντύπωση από αυτή που περιμένει τον επισκέπτη, ο οποίος αντικρίζει ένα από τα παλαιότερα και χωρίς αμφιβολία σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Αιώνιας Πόλης, της Ρώμης, που κρατά καλά κρυμμένο μέσα στους θησαυρούς της το μυστικό της φάτνης του Χριστού και τη συναρπαστική ιστορία τόσο του κειμηλίου, όσο και του ίδιου του μνημείου που το φιλοξενεί.

Επιμέλεια: Σταύρος Μουντουφάρης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News