default-image

Έτσι ήταν το σπίτι του Ιησού στη Ναζαρέτ

Ηράκλειο
Έτσι ήταν το σπίτι του Ιησού στη Ναζαρέτ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα μπορούσε ένα μικρό λίθινο σπίτι, το οποίο ανακαλύφθηκε πριν από χρόνια στη Ναζαρέτ, να είναι εκείνο στο οποίο έζησε ο Ιησούς τα παιδικά του χρόνια; Για τον αρχαιολόγο, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Ρέντινγκ στην Αγγλία, Κεν Νταρκ, η απάντηση είναι καταφατική.

Ακόμη όμως και αν η θεωρία του Νταρκ δεν επιβεβαιωθεί, οι αρχαιολόγοι έχουν μια καλή ανασκαφική εικόνα για το πώς έμοιαζαν τα εβραϊκά σπίτια του 1ου αιώνα μ.Χ. και ειδικά της Ναζαρέτ, άρα μπορούν να εικάσουν τη μορφή που θα είχε και εκείνο όπου ο Ιωσήφ και η Μαρία μεγάλωσαν το μικρό Χριστό.

Η θεωρία για το σπίτι που φερόταν ως εκείνο του Ιησού διατυπώθηκε από τον Κεν Νταρκ το 2006 και "χτίστηκε" πάνω σε αρχαιολογικές και ιστορικές ενδείξεις. Σύμφωνα με αυτές, το σπίτι χρονολογείται τον 1ο αιώνα και ανακαλύφθηκε το 1880 από καλόγριες της αδελφότητας της Ναζαρέτ. Οι έρευνες του καθηγητή τον οδήγησαν σε βυζαντινά κείμενα και γραπτές πηγές της εποχής των Σταυροφοριών, στις οποίες το εν λόγω σπίτι αναφέρεται ως εκείνο του Ιησού. Μάλιστα, τον 7ο αιώνα, το σπίτι κοσμήθηκε με ψηφιδωτά, ενώ πάνω του χτίστηκε η λεγόμενη "Εκκλησία της Διατροφής", όνομα που βεβαίως παραπέμπει σε αυτήν την πεποίθηση.

Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, το γεγονός της διακόσμησης της οικίας μαζί με την ανέγερση της εκκλησίας προσδιορίζει κάποιο σημαντικό οικοδόμημα, διαφορετικά δε θα του δινόταν τόση σημασία. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι πρόκειται για το σπίτι του Χριστού, καθώς θα μπορούσε να είναι απλά το σπίτι όπου οι Βυζαντινοί και κατόπιν οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι είχε μεγαλώσει ο μικρός Χριστός.

Όσο για το λόγο που η ανακάλυψη έκανε τόσα χρόνια να δει το φως της δημοσιότητας, την απάντηση δίνει το γεγονός ότι μετά τον εντοπισμό του, στα 1880, η ανακάλυψη πέρασε στην αφάνεια και μόλις το 1936 το οικοδόμημα ερευνήθηκε συστηματικά από τον ιερέα του τάγματος των Ιησουιτών Ανρί Σενές. Όμως και πάλι η ιστορία ξεχάστηκε, καθώς η μελέτη του Σενές δε δημοσιεύτηκε παρά το 2006, όταν η Αδελφότητα της Ναζαρέτ δημοσιοποίησε τις σημειώσεις, οδηγώντας εκεί τους αρχαιολόγους που ξεκίνησαν τις ανασκαφές στο αρχαίο σπίτι.

Ούτως ή άλλως, πάντως, η ανακάλυψη είναι σημαντική, αφού δίνει μια σαφή ένδειξη για το πώς ήταν τα σπίτια της Ναζαρέτ την εποχή του Ιησού, εύρημα σπάνιο για την περιοχή, καθώς η σκαπάνη έχει φέρει στο φως κυρίως τάφους που επιβεβαιώνουν την κατοίκηση του χωριού από τον 7ο αιώνα π.Χ. και λιγοστά άλλα οικοδομήματα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα σπίτια της Ναζαρέτ ήταν κατασκευασμένα από λίθο και τούβλα, με χρήση ξυλείας στην οροφή.

Τα σπίτια του μικρού αυτού χωριού ήταν απλά αλλά άνετα, με αποθήκες στο ισόγειο, όπου δέσποζε μια μεγάλη εσωτερική αυλή, συνήθως με πηγάδι. Τα παράθυρα ήταν μικρά και ψηλά, ώστε να εμποδίζουν τους επίδοξους εισβολείς. Η χρήση άχυρων και τούβλων είχε σαν στόχο να διατηρεί τα σπίτια δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά το χειμώνα.

Τα σπίτια της Ναζαρέτ είχαν επίπεδη οροφή με πλευρικά εξωτερικά σκαλιά. Μια τέντα κατασκευασμένη από την προβιά αιγών για να προστατεύει από τον ήλιο φαίνεται ότι δημιουργούσε ένα επιπλέον δωμάτιο, όπου εργάζονταν οι γυναίκες. Στους τοίχους υπήρχαν κόγχες για την αποθήκευση προϊόντων και αγγείων, ενώ υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα.

Το μαγείρεμα γινόταν στην αυλή, ενώ οι σημαντικότερες δραστηριότητες πραγματοποιούνταν σε αυτόν τον ανοιχτό χώρο, ο οποίος είχε άπλετο φυσικό φωτισμό, σε αντίθεση με τα σκοτεινά δωμάτια των σπιτιών.

Ανασκαφές στη Ναζαρέτ έχουν φέρει στο φως ενδείξεις για υπόγειους χώρους λαξευμένους στο βράχο με ποικίλες χρήσεις, από δεξαμενές νερού και σιλό δημητριακών έως την αποθήκευση. Στην περιοχή έχουν βρεθεί και άλλα λείψανα σπιτιών της εποχής, όμως στην πλειονότητά τους οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει λαξευμένα ταφικά σπήλαια της Ρωμαϊκής Περιόδου. Μια ακόμη σημαντική ανακάλυψη ενός σπιτιού του 1ου μ.Χ. αιώνα έγινε στη Ναζαρέτ το 2009, στην καρδιά της πόλης.

Σύμφωνα με την ισραηλινή Αρχή αρχαιοτήτων, το εν λόγω σπίτι είναι τυπικό της περιόδου, μικρό και λιτό. Αποτελείτο από δύο δωμάτια και μια αυλή, η οποία περιείχε μια δεξαμενή λαξευμένη στο φυσικό βράχο, που συνέλεγε τα όμβρια ύδατα. Τα λείψανα της ανοδομής είχαν εντοιχιστεί σε τείχος του 15ου αιώνα, που επίσης ήρθε στο φως.

Ο αρχαίος χάρτης των Αγίων Τόπων στη Μάνταμπα

Ένα από τα σημαντικότερα τοπογραφικά στοιχεία για τους Αγίους Τόπους και η πιο αρχαία καταγραφή της Ιερουσαλήμ των βυζαντινών χρόνων, με τους ναούς που χτίστηκαν πάνω στα πανάγια προσκυνήματα, βρίσκεται στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου της λεγόμενης "πόλης των ψηφιδωτών", της Μάνταμπα στην Ιορδανία.

Ο ψηφιδωτός χάρτης, ο αρχαιότερος της Μέσης Ανατολής, αποτελεί έργο Βυζαντινών καλλιτεχνών του 6ου αιώνα. Αποτελείται από δύο εκατομμύρια πολύχρωμες ψηφίδες που αρχικά κάλυπταν μια έκταση 91 τετραγωνικών μέτρων (15,60 επί 6 μέτρα), από τα οποία σήμερα σώζονται μόλις 25, καθώς το βόρειο τμήμα του ψηφιδωτού έχει χαθεί για πάντα. Το εκπληκτικής τέχνης έργο απεικονίζει με μοναδική πιστότητα λόφους και κοιλάδες, χωριά και πόλεις της Παλαιστίνης, καθώς και το Δέλτα του Νείλου. Το δάπεδο αποτελεί, μάλιστα, την πρωιμότερη γνωστή απεικόνιση της βυζαντινής Ιερουσαλήμ, της Ιερής Πόλης όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στα Ελληνικά, παρέχοντας ανυπολόγιστης ιστορικής σημασίας πληροφορίες.

Στο ψηφιδωτό αποτυπώνονται 156 σημαντικά μνημεία του 6ου αιώνα, όπως ο κεντρικός δρόμος της Ιερουσαλήμ που περιστοιχιζόταν από κίονες ή η θέση του Πανάγιου Τάφου, ενώ το μνημείο αποτελεί ένα τοπογραφικό και ιστορικό θησαυρό γνώσης για τη μορφή που είχε η πόλη πριν την καταστροφή και ανοικοδόμησή της το 70 μ.Χ. Μάλιστα, για κάποιους μελετητές θεωρείται ως η καλύτερη αποτύπωση της Αγίας Γης που έγινε ποτέ πριν τη σύγχρονη χαρτογραφία.

Η θέση του ψηφιδωτού δεν ξενίζει, καθώς ο σύγχρονος ελληνορθόδοξος Ναός του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε πάνω από μια αρχαία βυζαντινή Βασιλική που χρονολογείται τον 6ο ή πρώιμο 7ο αιώνα, της οποίας τμήμα αποτελούσε ο χάρτης. Το μνημείο ήταν ξεχασμένο έως ότου ήρθε στο φως με τις εκσκαφές για τη θεμελίωση του ναού στα 1897. Ένα χρόνο μετά δημοσιεύτηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών. Πηγή του χάρτη φαίνεται να είναι τα κείμενα του ιστορικού Ευσέβιου της Καισάρειας (395 μ.Χ.) και κυρίως το "Ονομαστικόν", που μεταφράστηκαν στα Λατινικά από τον Jerome γύρω στα 490 μ.Χ.

Την εποχή κατασκευής του χάρτη, η Μάνταμπα αποτελούσε μέρος της Provincia Arabia - Επαρχίας της Αραβίας - και κατοικείτο από χριστιανούς που μιλούσαν την Αραμαϊκή, απόγονοι της φυλής των Μοαβιτών. Η πόλη χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στο διάβα του 2ου έως 7ο αιώνα, αποτελούσε τμήμα της Αραβικής Επαρχίας που ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό για να αντικαταστήσει το Βασίλειο των Ναβαταίων στην Πέτρα. Η πρώτη αναφορά σε μια χριστιανική κοινότητα στην πόλη εντοπίζεται στα πρακτικά της Συνόδου της Χαλκηδόνας, το 451.

Ρεπορτάζ: Σταύρος Μουντουφάρης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News