default-image

Αγεφύρωτο το χάσμα Αθήνας και Θεσμών και στα εργασιακά

Ελλάδα
Αγεφύρωτο το χάσμα Αθήνας και Θεσμών και στα εργασιακά

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συμφώνησαν ότι διαφωνούν και το ραντεβού των Θεσμών με την υπουργό Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου στο Χίλτον ολοκληρώθηκε σε χρόνο σύντομο και χωρίς να μπουν καν στα επιμέρους θέματα.

Στη συνάντηση των  50 λεπτών το υπουργείο Εργασίας επανέφερε τις προτάσεις τους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και υπερίσχυση των  κλαδικών έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων.

Πλην όμως το ΔΝΤ σύμφωνα με πληροφορίες εμφανίστηκε κατηγορηματικά αντίθετο σε οποιαδήποτε παρέμβαση αφορά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στον καθορισμό των μισθών. Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών τηρούν ουδετερότητα.

«Το ΔΝΤ δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τι σημαίνουν βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές» συνόψισε το ναυάγιο στη συνάντηση υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος. Η διαφωνία σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο δεν επέτρεψε καν τη συζήτηση να περάσει σε άλλα θέματα πχ των ομαδικών απολύσεων.

Όσο παραμένουν στην Αθήνα οι Θεσμοί μένει ζωντανή η ελπίδα συμφωνίας       

Εφόσον παραμένουν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις, υπάρχει και ελπίδα για επίτευξη συμφωνίας σε «τεχνικό επίπεδο» μέχρι τις 20 Μαρτίου.

Η αποχώρησή τους χωρίς πρόοδο θα σημάνει και την χρονική μετάθεση της προσπάθειας εξεύρεσης λύσης για τον Μάιο γεγονός που δεν θα είναι χωρίς συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Αυτό εξηγούσε χθες ανώτατος οικονομικός παράγοντας θέλοντας να καταδείξει το πόσο κρίσιμες είναι αυτές τις ώρες των διαπραγματεύσεων.

Και μπορεί η διαπραγμάτευση να συνεχίζεται σήμερα με τα εργασιακά να κυριαρχούν στην ατζέντα, ωστόσο, το βασικό ερώτημα παραμένει: μπορεί να υπάρξει συμφωνία όσον αφορά στον περιεχόμενο του νέου δημοσιονομικού πακέτου που ζητούν οι θεσμοί και ειδικά το ΔΝΤ;

Η κυβέρνηση πιέζεται πλέον αφόρητα καθώς πέραν των πολιτικών εξελίξεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό (έρχονται οι εκλογές σε Ολλανδία και Γαλλία) υπάρχουν και τα οικονομικά δεδομένα. Η μείωση των καταθέσεων αλλά και αντιστροφή της τάσης στο θέμα των κόκκινων δανείων προκαλεί πολύ μεγάλο προβληματισμό και στην Τράπεζα της Ελλάδας.

Προς το παρόν πάντως,εκφράζονται από τους εμπλεκόμενους μόνο «ελπίδες» για εξεύρεση λύσης μέχρι την Παρασκευή καθώς γεγονότα ή επίσημες δηλώσεις από τις οποίες να απορρέει στοιχείο αισιοδοξίας δεν έχουν γίνει από την περασμένη Τρίτη οπότε και επέστρεψαν οι θεσμοί στην Αθήνα. Τι είναι αυτό που χωρίζει τις δύο πλευρές; Τι πρέπει να πάρει και τι πρέπει να δώσει η Ελλάδα; Τα δεδομένα έχουν ως εξής:

Τι πρέπει να δώσουμε:

1. Ένα νέο πακέτο μέτρων που θα εξασφαλίζει τη διατήρηση των δημοσιονομικών στόχων για την περίοδο από το 2018 και για τα επόμενα 3-5 χρόνια αλλά και θα μεταφέρει βάρη από τη μια κοινωνική ομάδα στην άλλη.

Σε αυτό το πακέτο κυριαρχεί φυσικά η μείωση του αφορολογήτου (σ.σ το χειρότερο σενάριο αυτή τη στιγμή προβλέπει μείωση στα 5900 ευρώ για τον εργένη με τις εισοδηματικές απώλειες να φτάνουν στα 600 ευρώ τον χρόνο) και η μείωση των συντάξεων είτε με τον περιορισμό της προσωπικής διαφοράς είτε με την επιβολή περικοπών από ένα επίπεδο συντάξεων και πάνω (π.χ 700 ευρώ).

Η διαφωνία αυτή τη στιγμή συνίσταται και στο ύψος των περικοπών (σ.σ ακόμη δεν έχουν συμφωνηθεί τα πλεονάσματα του 2016 με αποτέλεσμα να παραμένουν ανοικτές και οι προβλέψεις για τα επόμενα έτη) αλλά και στο πότε θα πρέπει να ενεργοποιηθούν τα μέτρα με την κυβέρνηση να προσπαθεί να αποφύγει το 2018.

2. Να αναλάβουμε τη δέσμευση ότι θα προωθήσουμε όλες τις «διαρθρωτικές αλλαγές» (π.χ εργασιακό, απελευθέρωση επαγγελμάτων, αποκρατικοποιήσεις, εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ κλπ) καθώς μόνο έτσι θα μας δοθεί ως αντάλλαγμα η μείωση του δημοσιονομικού στόχου έστω και μετά το 2020.

Τι μπορούμε να πάρουμε:

1. Ένα πακέτο «θετικών μέτρων» (offset measures τα αποκαλούν οι δανειστές) με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης αλλά και την εξισορρόπηση της επίδρασης από τα νέα υφεσιακά μέτρα όπως η μείωση του αφορολογήτου και η περικοπή των συντάξεων. Προς το παρόν,υπάρχει διαφωνία ως προς το περιεχόμενο των μέτρων καθώς οι δανειστές θέλουν μέτρα που θα τονώσουν την ανάπτυξη (π.χ μείωση φορολογικού συντελεστή επιχειρήσεων, μείωση εισφορών κλπ) ενώ η Ελλάδα θέλει και μέτρα καταπολέμησης της μείωσης εισοδήματος που θα προκληθεί σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (π.χ μείωση ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια και στο φυσικό αέριο, μείωση εισφορών κλπ).

2. Μια «νομική δέσμευση» του Eurogroup ότι θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η ετήσια δαπάνη για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους δεν θα υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2032. Η διατύπωση αυτής της νομικής δέσμευσης θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συντάξει έκθεση βιωσιμότητας του χρέους και να ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Ουσιαστικά, οι δανειστές θα πρέπει να δεσμευτούν ότι θα εξυπηρετείται το ελληνικό χρέος και μετά το 2018. Μπορεί να μην χρησιμοποιείται η έννοια «4ο μνημόνιο» αλλά στην ουσία θα υπάρχει ένα «πρόγραμμα σωσίβιο» το οποίο θα ενεργοποιείται σε περίπτωση που η Ελλάδα αντιμετωπίζει προβλήματα να δανειστεί από τις αγορές με «λογικό» επιτόκιο.

3. Την αλλαγή στους δημοσιονομικούς στόχους για την περίοδο μετά το 2021. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να κληθεί να εκτελέσει προϋπολογισμούς με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2021 και μετά ο στόχος να μειωθεί στο 2% ή στο 3% ανάλογα με το ποιο σενάριο θα επικρατήσει. Οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα θα κλειδώσουν στο Eurogroup εφόσον βέβαια υπάρξει η συμφωνία για το staff level agreement.

4. Την έγκριση στην πρόταση να αξιοποιηθούν πόροι για την καταπολέμηση της ανεργίας χωρίς οι πόροι αυτοί να συμπεριλαμβάνονται στο «μνημονιακό» πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η συζήτηση για το δάνειο από την Παγκόσμια Τράπεζα η οποία είναι σε γνώση και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

5. Την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Όπως εξηγεί ανώτατος οικονομικός παράγοντας, ακόμη και αν υπάρξει καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα δεν «χάνει» το QE καθώς οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ γίνονται επί της καθαρής αξίας. Αυτή τη στιγμή, το ποσό που αντιστοιχεί στην Ελλάδα είναι περίπου 3-3,5 δις. ευρώ το οποίο φαντάζει μικρό αλλά είναι σημαντικό ως ποσοστό επί του συνόλου των ελληνικών ομολόγων που έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω του δανεισμού από τον επίσημο τομέα.

Πηγή: thetoc.gr

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News