default-image

Χανιώτης μαθητής σάρωσε σε Παγκρήτιο διαγωνισμό λογοτεχνίας

Απόψεις
Χανιώτης μαθητής σάρωσε σε Παγκρήτιο διαγωνισμό λογοτεχνίας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το 1ο βραβείο πήρε το διήγημα "Ονειρεμένη νύχτα στην Αθήνα" του Κρητικού μαθητή Μηνά Αθανασίου στον Παγκρήτιο διαγωνισμό λογοτεχνίας του Συνδέσμου Φιλολόγων Χανίων (μαθητές λυκείου).

Δείτε το εδώ:

Η ιστορία που θα περιγράψω θα είναι διαφορετική. Πρώτα από όλα γιατί δεν γνωρίζω ή τουλάχιστον δεν έχω διαβάσει ιστορίες με πρόλογο σαν και αυτόν εδώ. Δεύτερον, η συγκεκριμένη ιστορία στερείται ακριβών περιγραφών των τοπίων, των διευθύνσεων, περιγραφής των χαρακτήρων και άλλα πολλά… Αναρωτιόμουν καιρό αν έπρεπε να γράψω πράγμα σαν και αυτό. Τελικά σκέφτηκα ότι η ιστορία που θα αφηγηθώ μοιάζει σαν ένα «κακό» όνειρο.

Του Μηνά Αθανασίου

Όλοι ανεξαρτήτου ηλικίας, όταν έχουμε δει «κακά» όνειρα θέλουμε κάπου να τα πούμε να τα βγάλουμε από μέσα μας, πολλές φορές παραλείποντας λεπτομέρειες που στο κάτω-κάτω έχουμε ξεχάσει. Έτσι και αυτή η ιστορία ζητούσε κάπου να πάει για να φύγει πια από το μυαλό μου. Ας με συγχωρέσει λοιπόν ο αναγνώστης για τις ανακρίβειές μου και ας κρίνει αν θέλει το πόσο «καλά ή κακά» έχω περιγράψει συναισθήματα και καταστάσεις-τα μόνα που μένουν ανεξίτηλα στις σκέψεις μας, τα όνειρά μας δηλαδή-και ας φανταστεί δικούς του δρόμους, τόπους αγαπημένους. Και έτσι η ιστορία ξεκινάει ως εξής:

Είχα φτάσει στην Αθήνα εδώ και δύο μήνες. Είχα εγκατασταθεί πλήρως στο φοιτητικό διαμέρισμά μου και είχα αρχίσει να παρακολουθώ και τα πρώτα μαθήματα. Ήμουν φοιτητής νομικής πια...

Το πόσο ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή της μοναξιάς μου σε μία ολόκληρη Αθήνα-ένας ώριμος άνδρας σε μία ολόκληρή Αθήνα! Για φαντάσου! Κάθε βράδυ από τα δεκαπέντε μου έκλεινα τα μάτια μου και  ονειρευόμουν την Αθήνα-το ένα βράδυ την Αθήνα φωτισμένη σαν Χριστούγεννα, σαν το Παρίσι, το άλλο βράδυ την Αθήνα γεμάτη κόσμο στις πλατείες, με κίνηση, με θόρυβο, το τρίτο βράδυ την Αθήνα με τον κόσμο να έχει μαζευτεί σε κάθε λογής μπαρ, εστιατόριο, καφετέρια, την Αθήνα, τα θέατρά της, τον πολιτισμό της, την Αθήνα, την Αθήνα. Και να που ήρθε η στιγμή να εκπληρώσω τα όνειρά μου! Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ, Σάββατο, ο καιρός σχετικά ζεστός για αρχές Νοέμβρη και η διάθεσή μου όχι τέτοια για να κλειστώ στο διαμέρισμά μου. Έτσι αποφάσισα να πάω μόνος μου μια βόλτα. Θα έπαιρνα δρόμους τυχαίους και όπου με βγάλουν. Έτσι και έγινε.

Αρχικά πήρα το στενάκι απέναντι  από το διαμέρισμά μου. Ήταν σκοτεινό και άδειο τέτοια ώρα. Από κάποιο σπίτι μία μυρωδιά φρεσκοψημένου φαγητού πλανιόνταν στον αέρα. Σε ένα άλλο παράθυρο σκιές πίσω από κουρτίνες έδιναν τη δική τους παράσταση, άλλοτε δραματική-σαν εκείνο το παράθυρο πίσω από το οποίο κάποιος φώναζε, φέρονταν σίγουρα άγρια σε κάποιον, σε μία γυναίκα δυστυχώς, μία σκηνή βίας σε ένα επιφανειακά ήσυχο για τους υπόλοιπους σπίτι-άλλοτε χαρούμενη-μία μητέρα που διαβάζει τον γιο της τελευταία στιγμή. Και έτσι προχωρούσα ανέμελος, ελεύθερος, χαρούμενος και ήταν τα βήματά μου αέρινα, σαν να μην πατούσα την άσφαλτο σαν να πετούσα. Και τώρα θα πάρω εκείνο το στενό, τώρα θα στρίψω δεξιά και μετά… μετά αριστερά…

Όταν ξάφνου έρχεται προς το μέρος μου μία ομάδα πέντε-έξι αληταράδων. Φοβήθηκα τα έχασα μια στιγμή και άρχισα να τρέχω μαζί τους. Ώσπου συνειδητοποίησα ότι δεν κυνηγούν εμένα. Τότε  πήγα προς το μέρος από όπου τους πρωτοείδα. Λίγο πιο κάτω ήταν ένας άνθρωπος πεσμένος στην άσφαλτο, γύρω του αίματα, τραυματισμένος, μπορεί και ξεψυχισμένος, δυστυχώς αφρικανός, με μαύρο δέρμα και σγουρά μαλλιά. Άρχισα πάλι να τρέχω μετανιώνοντας που άφησα το δύσμοιρο άνθρωπο μονάχο του… Αν νόμιζαν όμως ότι το έκανα εγώ;

Έστριψα δεξιά. Σε μία σκιά του έρημου στενού, εκεί που η λάμπα του δρόμου μάλλον είχε καεί, είδα στα αριστερά μου δύο αγόρια να φιλιούνται παθιασμένα. Μόλις με αντικρίσανε φοβηθήκανε και άρχισαν να περπατάνε με γρήγορο βήμα μπροστά από εμένα σαν δύο απλοί φίλοι. Συνέχισα ακάθεκτος το δρόμο μου. Μία ανάσα του χρόνου μετά,  έπεσε πάνω μου ένας σχετικά νέος άνδρας. Κάτι σαν να ψέλλιζε, φαινόταν πως τα είχε χαμένα, πως το μυαλό του ήταν παγιδευμένο σε έναν άλλο κόσμο, ήταν αυτό που λέμε «τρελός». Σίγουρα και αυτός φυλακισμένος στα δίχτυα του μυαλού όπως και η κάθε μορφής διαφορετικότητα που αποτελεί μία μορφή φυλακής πολλές φορές.

Συνέχισα το δρόμο μου με περισσότερη ανεξήγητη θλίψη και νοσταλγία. Από κάπου ακούγονταν μουσική. Ένα γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη ήτανε, κάποιοι μουσικοί του δρόμου… Χαμένοι στον υπέροχο κόσμο τους, τον κόσμο της τέχνης. Γιατί άραγε να έχουν ξεπέσει έτσι-έχουν όντως ξεπέσει;-γιατί ενώ παίζουν τόσο όμορφα, ενώ γεμίζουν το πολλές φορές μίζερο αστικό περιβάλλον της Αθήνας με χρώματα, να πρέπει να ζουν συχνά στα όρια της φτώχειας; Και όχι μόνο αυτοί…

Η βόλτα μου συνεχίζονταν έχοντας τώρα ολότελα αποπροσανατολιστεί. Δεν ήξερα που πήγαινα και είχα συνέχεια στο νου μου τα παράθυρα, τις άτυχες πολλές φορές γυναίκες, τον άτυχο αφρικανό άνδρα πεσμένο στην άσφαλτο, το ζευγάρι ομοφυλόφιλων, τον άνδρα που έβλεπε τον κόσμο διαφορετικά, τους καλλιτέχνες…. Βρισκόμουν σε ένα μεγάλο δρόμο τώρα. Αμάξια περνούσαν μπροστά μου το ένα μετά το άλλο με ιλιγγιώδη σχεδόν ταχύτητα. Έκατσα σε ένα άδειο παγκάκι που βρήκα, είχα άλλωστε κουραστεί πάρα πολύ για έναν ανεξήγητο λόγο. Κοίταξα μπροστά μου και σάστισα, τα έχασα από το θέαμα, μνήμες πλημμύρησαν το νου μου από το σχολείο. Μπροστά μου ήταν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο! Καλά, πώς είχα βρεθεί εδώ; Ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μου και άρα πρέπει να περπατούσα αρκετή ώρα. Ξάφνου ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες από γιορτές στο σχολείο, από βίντεο που μας έδειχναν τότε-τι ξέγνοιαστη εποχή! Πόσους αγώνες είχαν δώσει εκείνοι οι άνθρωποι!

«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία!», δε λέγανε; Μα, για στάσου! Αύριο ο μήνας έχει… έχει δεκαεπτά! Σίγουρα δεν πρόκειται για σύμπτωση!

Αμέσως άρχισα να θυμώνω. Που είναι αυτοί οι άνθρωποι σήμερα; Ποια είναι η νέα γενιά αντίστοιχη με αυτή του πολυτεχνείου σήμερα; Εκείνοι οι άνθρωποι που κατάφεραν να ανατρέψουν πράγματα, γιατί είναι εξαφανισμένοι σήμερα-δεν μπορεί όλοι να πέθαναν! Πώς λοιπόν θα είμαστε ελεύθεροι αν δε μας δείξει κάποιος τι σημαίνει ελευθερία; Γιατί σίγουρα οι συνθήκες τις οποίες ζούμε σήμερα δεν είναι συνθήκες ελευθερίας, απόλυτης ελευθερίας… «Γιατί ρε γαμώτο δεν έχουμε όλοι τα ίδια δικαιώματα, γιατί δεν είμαστε σήμερα πραγματικά ελεύθεροι;» φώναξα άθελά μου. Άλλα με έπνιγαν οι σκιές του παραθύρου , ο άνδρας στην άσφαλτο, οι διαφορετικοί, οι τρελοί, οι μουσικοί του δρόμου, οι σκέψεις για τις ξέγνοιαστες μέρες του σχολείου.... «Που είστε σήμερα παλιο…» φώναζα, έβριζα, φώναζα. Θα με περνούσαν σίγουρα για τρελό.

«Αγόρι μου θα σου εξηγήσω».

«Δε θέλω άλλες εξηγήσεις» είπα.

«Άσε με να σου πω δυο λόγια τουλάχιστον».

«Ποιος έχει υπομονή για λόγια μου λες;».

Δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι κάποιος είχε καθίσει δίπλα μου. Νόμιζα ότι μιλούσα στις σκέψεις μου. Γυρνάω και τι να δω; Ένας γέρος άνδρας, με μακριά μαλλιά, μούσια και γένια, σκισμένα αλλά πολλά και χοντρά ρούχα, φορώντας ένα εξίσου χοντρό μπουφάν, ατημέλητος βρόμικος, κρατώντας μία σκισμένη, βρόμικη τσάντα με τα υπάρχοντά του προφανώς, είχε κάτσει-αδύνατον να προσδιορίσω πότε ακριβώς-δίπλα μου. Μου θύμισε τον παππού μου όταν καθόμουν στην ποδιά του και άκουγα τις ιστορίες του τότε που δεν ήμουν ένας ώριμος άνδρας…

«Συγχωρέστε με… νόμιζα ότι… είχα χαθεί στον κόσμο μου…. Δεν ήθελα να φανώ..» ψέλλισα κάποιες ανοησίες ευγενείας.

«Μη φοβάσαι, άλλωστε δεν τα αξίζω, μίλα μου στον ενικό» είπε ο φτωχός γέρος άνδρας που κάθε άλλο παρά συνηθισμένος ζητιάνος έμοιαζε.

«Είπατε ότι ήσασταν… ότι είσαι ένα από αυτούς;».

«Ναι γιατί σου κάνει εντύπωση; Γέρασα λίγο αλλά δεν έχω χάσει τις μνήμες μου από εκεί μέσα».

«Μα καλά… Τότε αποφάσισες να αγωνιστείς, να αγωνιστείτε όλοι μαζί για το καλό του τόπου τώρα γιατί αυτή η αδράνεια; Με όλο το θάρρος…» Άρχισα να θυμώνω ξανά.

«Δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε τίποτα» είπε μοιάζοντας παραιτημένος από την ιδία τη ζωή.

«Με όλο το θάρρος σήμερα γυναίκες πνίγονται σε σπίτια με άνδρες αυταρχικούς και βίαιους, πολλά παιδιά υποφέρουν, οι πρόσφυγες-»

«Δεν είναι ακριβώς έτσι-».

«οι πρόσφυγες υποφέρουν και γενικά ο κάθε ένας που είναι μαύρος, άσπρος κίτρινος υποφέρει! Τι γίνεται με τις γυναίκες; Γιατί θα πρέπει να είναι υποχείρια τον ανδρών τους και να υποφέρουν υπομένοντας τις  διάφορες βιαιότητες; Γιατί θα πρέπει εκείνοι που έχουν αναμφίβολα μία διαταραγμένη ψυχή να βρίσκονται στο περιθώριο; Με την τέχνη τι γίνεται; Γιατί  οι καλλιτέχνες, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί να είναι άξιοι τέτοιας τύχης; Γιατί θα πρέπει η διαφορετικότητα να κατακρίνεται έτσι; Γιατί θα πρέπει να υπάρχει τόση αδικία; Και που είναι τέλος πάντων η εποικοδομητική παιδεία σήμερα, σήμερα που δίνουμε τόσα και τόσα χρήματα οι φτωχοί για αυτήν και-».

«Σταμάτα! Πρέπει αν ακούσεις κάποια πράγματα!» μου φώναξε εκείνος «Κάθε εποχή έχει τους δικούς του ήρωες. Εμείς πάει σκουριάσαμε, τελειώσαμε. Η γενιά σου και οι επόμενες γενιές θα πρέπει να γεννήσουν δικούς τους ήρωες, θα πρέπει να διαβάσετε όλοι εσείς λιγάκι ιστορία για να μπορέσετε να έχετε όλα αυτά που μου λες!».

«Τα λες για να καλύψεις δικά σου λάθη όλα αυτά!».

«Άκουσέ με. Νομίζεις ότι δεν προσπάθησα να μεταδώσω το νόημα της ελευθερίας; Νομίζεις ότι δεν προσπαθήσαμε; Κανένας δεν μας άκουγε όμως! Πώς νομίζεις ότι κατέληξα έτσι; Και άκουσε με αγόρι μου είναι στο χέρι σου αφού μου μιλάς τόσο συγκεκριμένα να είσαι ο επόμενος ήρωας!»

«Δεν καταλαβαίνω! Δεν θέλω να καταλάβω!».

Αυτή είναι και η τελευταία φράση που θυμάμαι. Το επόμενο πρωί ξύπνησα στο παγκάκι που είχα καθίσει το προηγούμενο βράδυ. Ήμουν σκεπασμένος με ένα χοντρό μπουφάν. Πάνω στο μπουφάν ήταν γραμμένο σε ένα βρόμικο χαρτί με μικρά γράμματα: «Αν θες να μάθεις το μέλλον ψάξε το παρελθόν, αν θες να ξεσπάσεις ξέσπασε οργανωμένα, αν θες να μάθεις μην ψάξεις να με βρεις, η αλήθεια είναι μέσα σου». Πάνω στο παγκάκι ήταν σκόρπια κάποια κέρματα-θα με πέρασαν σίγουρα για άστεγο.

Αν δεν υπήρχε το χαρτάκι θα έλεγα πως όλα όσα έζησα ήταν ένα όνειρο. Θυμάμαι καθαρά τα όσα έγιναν μέχρι να φτάσω σε αυτό το παγκάκι. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν λίγο θολά. Το κεφάλι μου με πονούσε το ίδιο και η μέση μου. Σηκώθηκα όρθιος. Φεύγοντας χθες είχα πάρει λιγοστά χρήματα μαζί μου και τα κλειδιά μου. Έβγαλα το πορτοφόλι μου και πήρα τον δρόμο της επιστροφής, αφήνοντας το μπουφάν στο παγάκι και τα κέρματα και παίρνοντας μαζί μου το χαρτάκι.

Παρόλο τον πονοκέφαλο ένιωθα πως κάτι τόσο παράξενο έγινε χθες που κάτι ίσως να έχει αλλάξει μέσα μου. «η αλήθεια είναι μέσα σου» έγραφε το χαρτάκι. Μπήκα σε μια καφετέρια και πήρα ένα καφέ στο χέρι και μετά συνέχισα για το σπίτι μου. Θυμόμουν έντονα το δύσμοιρο άνθρωπο, τα αίματα γύρω του με τρόμο. Θυμήθηκα του μουσικούς τα θυμήθηκα όλα όσα συνέβησαν χθες μπροστά μου και τέλος τον γέρο εκείνο που υποστήριζε ότι ήταν μέσα στο πολυτεχνείο.

Τι γλυκιά που ήταν η χθεσινή νύχτα! Τέτοιες νύχτες μαγικές δεν είχα ξαναπεράσει ποτέ στη ζωή μου. Άραγε τι να έχει γίνει ο γέρος εκείνος; Θα τον συναντήσω ξανά ποτέ; Άραγε θα αλλάξει αυτός ο κόσμος κάποτε; Πόσο διαφορετική ήταν η χθεσινή νύχτα! Πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος γύρω μου. Και εγώ; Εγώ θα μπορέσω ποτέ να γίνω ήρωας; Θα μπορέσω ποτέ να δω με τα μάτια μου ψωμί πραγματικό, ελευθερία πραγματική, παιδεία πραγματική; Θα μπορέσω να είμαι πάντοτε αυθεντικός και να αλλάξω τον κόσμο; Πόσο θα ήθελα να αρχίσουν όλα πάλι από την αρχή-ο κόσμος, οι κοινωνίες, εγώ…

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News