default-image

"Η Μάχη της Κρήτης και τα Πάρτιρα"

Απόψεις
"Η Μάχη της Κρήτης και τα Πάρτιρα"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Την Κυριακή 05 Ιουνίου στο χωριό Πάρτιρα του Δήμου Μινώα Πεδιάδος, ξύπνησαν μνήμες φοβερές. Η δημοτική αρχή, σε συνεργασία με τον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού, διοργάνωσαν, με αφορμή την επέτειο της Μάχης της Κρήτης, μια εκδήλωση - προσκλητήριο.

Προσκλητήριο για τους νεκρούς μα και για τους ζωντανούς…

Γιατί γέμισε το χωριό! Παρτιριανοί από κάθε σημείο της Κρήτης, ενώθηκαν στην πλατεία. Στάθηκαν ευλαβικά μπροστά στο Ηρώο του χωριού, φώναξαν Παρόν στην ανάκρουση των ονομάτων των πεσόντων  κι άλλοι με κόπο συγκράτησαν τα δάκρυά τους,  άλλοι τ' άφησαν να κυλήσουν.

Για τους νεκρούς, για τους ζωντανούς, για την Πατρίδα..

Ανάμεσα στους καλεσμένους, η (Παρτιριανή) φιλόλογος Μαρία Φραγκιαδάκη. Η ομιλία της γέμισε τις καρδιές και το μυαλό μας εικόνες και συναισθήματα.

Μας θύμισε (ή μπορεί και να μας έμαθε, ποιος ξέρει)  την ιστορία της γενιάς μας.  Γιατί πρέπει να την ξέρουμε.  

Την ιστορία του ο καθένας πρέπει να την ξέρεις καλά. Γιατί, είτε το θέλει είτε όχι αυτή είναι η πραγματική του ταυτότητα.

Νομίζω πως πρέπει να την διαβάσετε κι εσείς την ιστορία ενός χωριού μικρού αλλά σπουδαίου.  Νιώθω πως είναι χρέος μου δηλαδή  να σας την μεταφέρω … Για το χωριό μου (κι ας μην πηγαίνω συχνά). Για τους συντοπίτες μου (κι ας μην ξέρω άλλους πέραν από το σόι μου). Για τον παππού μου (που 73 χρόνια αφού του σκότωσαν τα' αδέρφια του ακόμη δε μιλά στους γερμανούς, "γιατί μπορεί να' ταν ο πατέρας τους που σκότωσε τ' αδερφια μου").

 Για τον θείο Γιάννη.

Για τον θείο Αντώνη.

 …Για μένα.

ΚΥΡΙΑΚΗ 5/6/2016,   Πάρτιρα,   ώρα 11.00 / Ομιλία : Μαρία Φραγκιαδάκη, φιλόλογος

«Η Μάχη της Κρήτης και τα Πάρτιρα»

Δηλώνω εξαρχής εδώ μπροστά σας τη συγκίνηση και την αμηχανία μου? και υποκλίνομαι σε κείνους, που σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας τίμησαν τον τόπο τους και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Πώς να περιγράψει κανείς, σε λίγα λεπτά, μια ολόκληρη εποχή απίστευτου φόβου, ανείπωτου πόνου μα και ανθρώπινου μεγαλείου;

Κι αλήθεια, τι τρόπο να βρω να μιλήσω γι' αυτό τον τόπο -και τόσους άλλους- που ρημάχτηκαν, για τους δικούς μας εδώ -και όλους τους άλλους- ανθρώπους που χάθηκαν;   

Γιατί δεν είναι όλα ετούτα μακρινές σκιές από το παρελθόν. Είναι μνήμες ζωντανές όσων τα ζήσανε. Μα και μεις, πιο τυχεροί, που δεν είχαμε γεννηθεί ακόμη, τα ζήσαμε σαν μνήμες παιδικές. Διηγήσεις εφιαλτικές επανερχόμενες ξανά και ξανά...

Βαρύ το τίμημα που πλήρωσε και το χωριό μας κατά τη Μάχη της Κρήτης. Μέσα στην μικροϊστορία του καθρεπτίζεται όλη η μεγάλη ιστορία του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.

Σαράντα ένα παλικάρια του πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο του Ελληνοϊταλικού πολέμου, και δεν επέστρεψαν: ο Εμμανουήλ Μηλιαράκης, ο Μιχαήλ Χατζηδάκης και ο Μιχαήλ Καριωτάκης, ο οποίος άφησε δύο ορφανά μικρά παιδιά (την Καλλιόπη και τον Σταύρο).

Όσοι σώθηκαν, μετά την οπισθοχώρηση, περιφέρονται νηστικοί, κουρελιασμένοι, ψειριασμένοι, πονεμένοι, και ψάχνουν τρόπο επιστροφής στα σπίτια τους. Κινδυνεύουν, με σαπιοκάικα και βάρκες, μες στην αγριεμένη θάλασσα. Έτσι χάθηκε ο Ιορδάνης Αφθονίδης, απ' τον Μπαδιά (πνίγηκε κοντά στην Ντία).

Οι περισσότεροι βγαίνανε σε παραλίες των Χανίων κι ύστερα, μέσα από βουνά και λαγκάδια, με χίλιες προφυλάξεις μην πέσουν σε Γερμανική φρουρά, φτάνανε στο χωριό.

Όταν αρχίζει η Μάχη της Κρήτης εκείνοι λείπουν. Όμως το παρόν θα δώσουν ο Παντελής  Σμυρνάκης, ο Βασίλης Παπαδημητρόπουλος και ο Γιάννης Ρογδάκης, που πολεμούν στις μάχες του Ηρακλείου (1941).

Η Κρήτη πέφτει στα χέρια των Γερμανών. Η ανακωχή υπογράφεται στις 29 Μαΐου, μα οι φρικτοί βομβαρδισμοί συνεχίζονται. Στις 30 Μαΐου 1941 «ένα γερμανικό αεροπλάνο ... ξεφόρτωσε ένα μέρος από το απεχθές φορτίο του μέσα κι έξω από το χωριό». [1]

Μια βόμβα έπεσε στο σπίτι του Ξενοφωγιάννη και σκοτώνονται κότες και κουνέλια, χύνονται λάδια και κρασιά. Στην είσοδο σχεδόν του χωριού πέφτουν δύο. Μία πάνω στο καταφύγιο και σκοτώνεται ο Νικόλαος Φραντζεσκάκης. Απέναντι, κάτω από μια ελιά, σκοτώνεται η έγκυος Αγγελική Ι. Καριωτάκη και το δίχρονο κοριτσάκι της (τρεις ζωές μαζί!).

Η αδερφή της Ζαμπία Χωριανοπούλου και ο πατέρας της Ιωάννης Στ. Καριωτάκης τραυματίζονται ελαφρά, από μια άλλη, λίγο πιο πάνω.

Εκεί τραυματίζεται και η 22χρονη Ελένη Τζιράκη, η οποία μετά από 2,5 μήνες νοσηλεία στο Πανάνειο νοσοκομείο, σώζεται, με ακρωτηριασμένο πόδι. Από μια άλλη βόμβα τραυματίζεται με 22 βλήματα ο Ιωάννης Γ. Φραγκιαδάκης, και μεταφέρεται στο Πανάνειο, όπου εγχειρίζεται νοσηλευόμενος πάνω από 2 μήνες, αλλά σώζεται. Ελαφρά τραυματίζονται επίσης ο Γεώργιος Ν. Βεριγάκης και ο Παράσχος Παπαδάκης.

Ύστερα απ' την παράδοση του ελληνικού στρατού, οι Παρτιριανοί Δημήτριος Βαρούμας και Παντελής Σμυρνάκης μετά από απίστευτες ταλαιπωρίες φτάνουν στη Μέση Ανατολή και υπηρετούν στις εκεί Ελληνικές Δυνάμεις για την παγκόσμια υπόθεση της συντριβής του ιταλογερμανικού φασισμού και ναζισμού.

Ο Βαρούμας πολεμά ηρωικά στην πρώτη γραμμή κατά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν (1942). Ύστερα, και στη μάχη του Ρίμινι με την Ορεινή Ταξιαρχία (1944).

Ο Σμυρνάκης είναι ένας από τους θρυλικούς «Αργοναύτες», που φεύγουν από το Μαριδάκι για την Αίγυπτο, με τη βάρκα «Αργώ».

Απ' το Ημερολόγιο [2] του Κουτεντάκη διαβάζω: «Νεκρική σιγή βασιλεύει παντού...Γίνεται ονομαστικό προσκλητήριο: Φάκαρος, Δεληβασίλης, Στρωματιάς, Σμυρνάκης, Σολομωνίδης, Τζων, Αναστάσης, Μάθιους, Χρήστος, Φράγκι, Χιουζ... Ώρα 9μ.μ. Η «Αργώ» ...υπερήφανα ξεκινά για τις ακτές της Αφρικής, παίρνοντας μαζί της τους έντεκα γενναίους που πάνε να συνεχίσουν τον αγώνα για την Πατρίδα, για την Λευτεριά...».

Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Κατοχής, αρχίζουν μεγαλύτερα βάσανα. Στη μέγγενη των απάνθρωπων στρατοπέδων συγκέντρωσης θα βρεθούν: ο Ζαχαρίας Πετειναράκης, που ζει στο φοβερό Χαϊδάρι την αγωνία του μελλοθανάτου, αλλά σώζεται, και ο Ιωάννης Ρογδάκης που υφίσταται όλη τη φρίκη και τις κακουχίες της αιχμαλωσίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και Πολωνία, και επιστρέφει  στο χωριό, σαν από θαύμα, Ιούλιο του 1945.

Καθόλη τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής βιώνουν κάθε είδους βιαιότητες: απειλές, ξυλοδαρμούς, «μπλόκα». Κάθε τόσο τους συγκεντρώνουν στην Αγιά Τριάδα και ερευνούν τα σπίτια για αναζήτηση αγωνιστών. Αρπάζουν ό,τι βρουν...

Όλοι θυμούνται, και κυρίως τα παιδιά, τον τρόμο από τη θέα του Αιμίλιου «με την πετάλα...». Κι ακόμα, επιτάξεις ζώων, συγκέντρωση τροφίμων (από τα ήδη λιγοστά), για τις ανάγκες των κατακτητών, εξαντλητικές αγγαρείες για την κατασκευή του πολεμικού αεροδρομίου. Δραματικές οι αφηγήσεις του Αλέκου Φαρσαράκη που έμενε και ολόκληρο μήνα στο Καστέλλι.

Βαρύτατη και η φορολογία. Το 1943 όλοι οι κάτοικοι αρνούνται να πληρώσουν το πρόστιμο (4 οκ. λάδι) στο Γερμανικό Φρουραρχείο, παρότι στέλνεται ονομαστική κατάσταση των «δυστροπούντων» Παρτιριανών, όπως αποκαλύπτουν ιστορικά ντοκουμέντα -και ευχαριστώ θερμά τον κ. Γιώργο Καλογεράκη που μού τα γνωστοποίησε.

Ορθώνουν λοιπόν το ανάστημά τους μέσα στο γενικό κλίμα τρομοκράτησης και ταπείνωσης του λαού. Δεν ήταν τούτο εύκολο εγχείρημα. Ήταν  μια καθαρή πράξη αντίστασης.

Αρκετοί κάτοικοι του χωριού εντάσσονται στην Εθνική Αντίσταση και βοηθούν ποικιλοτρόπως, φιλοξενώντας, κρύβοντας, τροφοδοτώντας τις αντάρτικες ομάδες. Συστήνεται μάλιστα, πολύ νωρίς, και μια ομάδα γυναικών.

Θέλω, στο σημείο αυτό, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, στο πρόσωπο της Βιργινίας Βαμποράκη και της Ελευθερίας Ανυφαντάκη, προς όλες εκείνες τις σπουδαίες γυναίκες. Να συγχαρώ επίσης τον Δήμο Μινώα-Πεδιάδος για την απόφαση να τις βραβεύσει, καθώς και τον τρόπο (με σεβασμό και σεμνότητα) με τον οποίο «εκτέλεσαν» τη συμβολική αυτή χειρονομία ο Δήμαρχος κ. Καλογεράκης και ο Διοικητής της 133ης Σμηναρχίας Μάχης, κ. Δημόπουλος.

Οι Παρτιριανοί επίσης φιλοξενούν στην Κατοχή οικογένειες από το Ηράκλειο, περιθάλπουν γυναίκες και παιδιά από τα καμένα χωριά της μαρτυρικής Βιάννου. Στα Πάρτιρα, στο σπίτι του Μήτσου Γκαγκά, βρήκε καταφύγιο ο κορυφαίος αγωνιστής με το τραγικό τέλος Γιάννης Ποδιάς, όταν επικηρυγμένος δεν έβρισκε τόπο να σταθεί. Η διαταγή της Γκεστάπο ήταν ρητή: θάνατος σε όποιον τον περιθάλψει.

Η δράση αυτή όμως είχε και το «τίμημά» της. Δυστυχώς, κάποιοι δοσίλογοι, απεχθείς προδότες, εγκληματούν κατά των αγωνιστών.

Τρία παλικάρια, τα δύο αδέρφια Αντώνης και Γιάννης Καριωτάκης του Ζαχαρία και ο γαμπρός τους Μιχάλης Ψιμουλάκης, άνδρας της αδερφής τους Μαρίας, που άφησε δύο ορφανά κορίτσια (την Αντωνία και την Νίκη), συνελήφθησαν με την κατηγορία κατοχής όπλων (3 Δεκ. 1943).

Τον Γιάννη και τον Μιχάλη τούς συνέλαβαν στο χωριό. Τους πήραν για το Αρκαλοχώρι διψασμένους και δεμένους, μπροστά αυτοί πίσω οι Γερμανοί και ο προδότης, και τους σκότωσαν λίγο έξω από το χωριό, στη Βιτσιλιανή βρύση.  Την ίδια ημέρα συλλαμβάνουν και τον αδερφό τους Αντώνη στο αεροδρόμιο Καστελλίου? τον εκτελούν στις Αγιές Παρασκιές, καθ' οδόν προς Ηράκλειο. Γλίτωσε ο μικρός τους αδερφός Μανόλης που πρόλαβε και κρύφτηκε.

Ηρωική αναδύεται, μέσα από τις μνήμες των κατοίκων, η μορφή του Δημήτρη Δασκαλάκη, για τον οποίο αξίζει ιδιαίτερη μονογραφία. Ο Δ. Δασκαλάκης ή Χαρκιάς υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο και επιστρέφοντας, εντάχτηκε αμέσως στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης.

Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του, το θάρρος και η παλικαριά του ομολογείται και από αφηγήσεις πρωταγωνιστών (Μπαντουβά, Κονιό [3]). Αποτελεί πρότυπο αγνού πατριώτη. Συλλαμβάνεται στις 17 Ιανουαρίου 1944, όταν ένα ολόκληρο γερμανικό σώμα περικύκλωσε το χωριό. «Τον πέρασαν δεμένο. Τον θαυμάζαμε. Είχε όρθιο το κορμί και ψηλά το κεφάλι. Ήταν ψύχραιμος, σωστός ήρωας...» (Φαρσαράκης, σ. 175).

Οδηγείται αλυσοδεμένος στις φυλακές Ηρακλείου, μαζί με άλλους τρεις χωριανούς, και βασανίζεται ανελέητα, χωρίς να λυγίσει. Ύστερα χάνονται τα ίχνη του από τα κρατητήρια της Γκεστάπο, χωρίς ποτέ να μαθευτεί ο χρόνος κι ο τόπος της εκτέλεσης και του ενταφιασμού του. Άφησε τέσσερα ορφανά. Στη μικρή αβάφτιστη κόρη του έδωσαν το όνομά του.

Κάποτε τελειώνει ο πόλεμος. Έρχεται η απελευθέρωση. Και δεν προλαβαίνουν να χαρούν την ειρήνη, κι έρχεται ο Εμφύλιος. Ένας πόλεμος πιο τραγικός. Και παίρνουν μέρος όλοι οι νέοι του χωριού από 21 ως 29 χρονών. Απ' αυτούς δεν γυρίζουν οι: Πέτρος Σανταμούρης 25 χρονών, Μιχαήλ Καπαράκης 23 χρονών και Δημήτριος Κανάκης 24 χρονών.

75 χρόνια έχουν περάσει από κείνο τον Μάη, που η ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε στο νησί μας. Από τις 20 Μαΐου ως την 1η Ιουνίου του 1941 κράτησε η αεραποβατική επιχείρηση κατά της μεγαλονήσου, που συναντά τον λυσσαλέο αγώνα του συμμαχικού στρατού και των Ελλήνων. Μα στην ιστορία των πολέμων μνημονεύεται κυρίως για τη στάση του απλού λαού, για την παλλαϊκή αντίσταση, που άφησε άφωνη την ανθρωπότητα. Ήταν τεράστια έκπληξη αυτή η αντίσταση των Κρητικών: άοπλοι αντιμέτωποι με πάνοπλους επίλεκτους στρατιώτες-αλεξιπτωτιστές, την αφρόκρεμα της χιτλερικής μηχανής. Και έμεινε στην ιστορία, ως η Μάχη της Κρήτης, μία από τις σημαντικότερες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.    

Ενός πολέμου που όμοιό του δεν είχε ζήσει ο κόσμος. Στη διάρκειά του εκτιμάται ότι χάθηκαν πάνω από 55 εκατομύρια ανθρώπινες ζωές (κατ' άλλους 75 εκατ.). Τα 35.000.000 ήταν Ευρωπαίοι. Ένα ανατριχιαστικό χαρακτηριστικό αυτού του πολέμου ο τεράστιος αριθμός των άμαχων θυμάτων!

Βαρύ το μερτικό και της Ελλάδας, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη συντριβή του Φασισμού και του Ναζισμού, δύο ιδεολογιών που αιματοκύλησαν την Ευρώπη και τη χώρα μας. Υπολογίζεται ότι έχασε περίπου 500.000 ανθρώπους, ενόπλους και αμάχους. Σ' αυτούς τους φρικτούς αριθμούς κατέθεσε και το χωριό μας τον οβολό του.

Μα ο χρόνος σκεπάζει γρήγορα με τη σκόνη του ανθρώπους και πράγματα και γεγονότα, καταπίνει ζωές και μνήμες, χάνονται αναπόφευκτα τα πιο πολλά, μα μένει πάντα ένα υπόλειμμα, προζύμι για τους μελλούμενους καιρούς και ανθρώπους...

Ας τον ακινητοποιήσουμε για λίγο, κι ας δούμε...

Εκείνοι ήταν έτοιμοι να δώσουνε και τη ζωή τους: «πάω κι εγώ να καταταχτώ εκειά που πάνε οι μερακλήδες...» γράφει σ' ένα μικρό μπλοκάκι ο πατέρας μου, φεύγοντας για τον πόλεμο. Γι' αυτό τον απίστευτο γενικό ενθουσιασμό έχουμε πάμπολλες μαρτυρίες.

Κι ύστερα, χωρίς να ξεχνούνε τους νεκρούς τους, αγωνίζονται να ξαναστήσουν τις ζωές τους. Δουλεύουν σκληρά τη γης, εργατικοί και περήφανοι. Δεν ζητάνε τίποτα, γιατί το νιώθουν τόσο φυσικό που έκαναν το χρέος τους. Κι ας τους πνίγει συχνά το παράπονο που ο κόσμος τελικά δεν πήγε και πολύ καλύτερα...

Ας κρατήσομε λοιπόν ως παρακαταθήκη ζωής αυτό που έπραξαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι: απέναντι στη βαρβαρότητα του φασισμού αντέταξαν υψηλοφροσύνη και πίστη στα ιδανικά της ελευθερίας, της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης.

Και θα κλείσω, όπως κι εκείνοι έκλειναν τις σχετικές διηγήσεις τους, επαναλαμβάνοντας, σαν επωδό:

«Κακό πράμα, παιδί μου, ο πόλεμος!»

«να μη ξανάρθουνε, παιδιά μου, τέθοιες μέρες!».

[1] Γιάννης Φαρσαράκης, «Τα Πάρτιρα Ηρακλείου», 1985, (σ.161-2).

[2] Άννας  Μανουκάκη Μεταξάκη, «Πολεμικά ημερολόγια Αντώνη  Φάκαρου και Γιώργη Κουτεντάκη», έκδ. Δήμος  Ηρακλείου 2011, (σ. 99, 53).

[3] Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος, «Καπετάν Βασίλη Κονιού. Η ζωή μας είναι οι άλλοι», Δήμος Αρκαλοχωρίου, εκδ. Ταξιδευτής, 2009, σ.171.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News