default-image

Μοιρασιά ‘’θανάτου’’ και ντροπής

Απόψεις
Μοιρασιά ‘’θανάτου’’ και ντροπής

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Χωρίς ενδοιασμό  κι ωραία λόγια , ο τίτλος επιβεβαιώνει το: ''Ο θάνατος σου η ζωή μου'' που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους και κληθήκαμε να διαιωνίσουμε οι επόμενοι.

''Ο θάνατος σου η ζωή μου'' που έχει να κάνει με τα παζάρια και το εμπόριο ταφής, μνημόσυνων, ταφοπεδίων και κατασκευής ταφοπεδίων που ανθεί σε κάθε νεκροταφείο και στα πλαίσια της Ελεύθερης Αγοράς - ασυδοσίας -  προκαλεί τσέπες και συνειδήσεις.  

Κρίμα που η μοιρασιά ''θανάτου'' και ντροπής έχει  το δικό της ''παραμύθι'' με τους ρόλους να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την ''ιστορία'' του καθενός .

Η δική μου έχει να κάνει με την περιπέτεια μιας οικογένειας στην ενδοχώρα, η οποία ξεκίνησε με την κατασκευή της τελευταίας κατοικίας του πατέρα τους.

Ο Δήμος χορήγησε το χώρο, πληρώθηκαν τα παράβολα ορίστηκε που ακριβώς θα κατασκευαστεί εντός του κοιμητηρίου και απεχώρησε. ( Λάθος η αποχώρηση και η τακτική του Πόντιου Πιλάτου γιατί κάποιοι κάνουν γιουρούσια).

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το γιουρούσι. Η οικογένεια ρωτούσε κι έπαιρνε τιμές και προσφορές. Οι τιμές ανεβοκατέβαιναν όπως επίσης και οι κόντρες μεταξύ των εργολάβων τάφων. Αφήστε δε την εντοπιότητα και το κασέ της που ανέβαινε στα ύψη.

Η επιλογή έγινε τελικά, ένας ξενομερίτης ανέλαβε το έργο στο κοιμητήριο του μικρού χωριού, και ο τάφος άρχισε να σκάβετε.

Ο ντόπιος εργολάβος  έκοβε βόλτες πάνω κάτω και στο τέλος έστειλε την αστυνομία στο νεκροταφείο προκειμένου να σταματήσει τον ξενομερίτη, που του 'φαγε και τη δουλειά, μόνο που ο δεύτερος διέθετε την άδεια του δήμου και έτσι τα όργανα της τάξης έφυγαν χωρίς να το συλλάβουν.

Ο τάφος κατασκευάστηκε, η τιμή του κάτω από το μισό από αυτό που ζητούσε ο εργολάβος του χωριού, αλλά ο θυμός και το πείσμα κρατημένα στο μπλοκάκι του για τη μη επιλογή του.

Έτσι λοιπόν μετά από ένα περίπου χρόνο η οικογένεια τον πλησίασε εκ νέου και τον ρώτησε πόσο θα κόστιζε να πέσει λίγο μπετό γύρω - γύρω από τον τάφο, καθώς ο Δήμος που έχει την ευθύνη συντήρησης του κοιμητηρίου, έλεγε ότι δεν έχει μπετόν, χρήματα, κ.λπ.

Η ταρίφα ανέβαινε δυστυχώς για τη οικογένεια στα 450 ευρώ.

Καλά ακούσατε.

450 ευρώ για να πέσει λίγο μπετόν να μην πατάνε οι άνθρωποι το χειμώνα στις λάσπες.

Χωρίς βέβαια απόδειξη.

Στη συνέχεια πήγαν στο δίπλα χωριό, εκείνο το μεγάλο, να ρωτήσουν τους εργάτες, τους οικοδόμους, τους εργολάβους, πόσα θέλουν, αν μπορούν να αναλάβουν κάτι τέτοιο, τόσο μεγάλο και δύσκολο. Η απάντηση που πήραν όμως ήταν πως τα εδάφη τους, τα έχουν χωρίσει ώστε ο ένας να μην μπαίνει στα πόδια του άλλου επαγγελματικά κι ως εκ τούτου, αδυνατούσαν να τους εξυπηρετήσουν.

Ένα από τα μέλη της οικογένειας αποφάσισε μπροστά στο αδιέξοδο να επιμείνει. Τηλεφώνησε εκ νέου στο Δήμο , ζήτησε να μιλήσει με το Δήμαρχο προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια του και να παραπονεθεί για το αλισβερίσι της ντροπής στα νεκροταφεία του Δήμου του.

Η απάντηση που πήρε ήταν ακόμα πιο ντροπιαστική, καθώς ο επικεφαλής της Δημοτικής Αρχής δεν ενδιαφερόταν καν να ακούσει τι συμβαίνει. Απλά είπε πως η αρμοδιότητα του σταμάτησε εκεί που εξέδωσε την άδεια.  

Μετά το γιουρούσι ''θανάτου'' οι άνθρωποι έκαναν αυτό που έπρεπε να γίνει από την αρχή. Έγιναν οικοδόμοι, εργολάβοι και φρόντισαν μόνοι τα του οίκου του πατέρα τους.

Περί ντροπής, ευθιξίας κ.τ.α ας αναλάβουν εκείνοι που τα προασπίζουν.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News