default-image

Πώς ο Ταγίπ Ερντογάν σπρώχνει την Τουρκία σε ένα ντε φάκτο προεδρικό σύστημα

Απόψεις
Πώς ο Ταγίπ Ερντογάν σπρώχνει την Τουρκία σε ένα ντε φάκτο προεδρικό σύστημα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι από τις ειδήσεις που συνήθως «χάνονται», αλλά που η σημασία τους τελικά αποκαλύπτει περισσότερα από όσα η ελάχιστή τους προβολή: Στις 22 Φεβρουαρίου 2016, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου ακύρωσε μια συγκεκριμένη εγκύκλιο, την οποία ο ίδιος είχε εκδώσει ακριβώς μετά τις επαναληπτικές γενικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015.

Του Νίκου Μουδούρου*

Η συγκεκριμένη εγκύκλιος θα ίσχυε από τις 3 Μαρτίου 2016 και προνοούσε μεταξύ άλλων ότι η αρμοδιότητα του Πρωθυπουργού θα επεκτεινόταν σε όλους τους διορισμούς της δημόσιας υπηρεσίας, εκτός από τις μυστικές υπηρεσίες και τον στρατό. Επιπλέον ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να σταματήσει ή να επιμηκύνει τον χρόνο αναπληρώσεων για ανώτερες θέσεις στο Δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα θα είχε τον καθοριστικό λόγο ακόμα και για τον διορισμό τμηματαρχών σε υπουργεία.

Με την ακύρωση της συγκεκριμένης εγκυκλίου, ο Νταβούτογλου ουσιαστικά «παραιτήθηκε» από τη δυνατότητα που θα είχε να επανασχεδιάσει προσωπικά τα κρίσιμα δώματα της γραφειοκρατίας της Τουρκίας. Ακόμα και οι συμβολισμοί έχουν τη δική τους σημασία: Η εγκύκλιος ακυρώθηκε λίγες ώρες πριν από την έναρξη της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου της οποίας προήδρευσε ο Πρόεδρος Ερντογάν. Ένας Πρωθυπουργός υπό τη βαριά σκιά…

Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια που ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας αναγκάζεται σε «οπισθοχώρηση» ενώπιον του Προέδρου και της βούλησης του τελευταίου να συνεχίσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα γίνεται τη συγκέντρωση των εξουσιών στο Προεδρικό. Μάλιστα αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα χωρίς τις αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές για την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο, ο Ερντογάν δεν διαφώνησε με τη λογική της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων στην Εκτελεστική Εξουσία.

Διαφώνησε σε σχέση με το ποιο αξίωμα θα ηγείται αυτής της εξουσίας. Ήδη από το καλοκαίρι του 2014 κατά την προεκλογική εκστρατεία των προεδρικών εκλογών, ο Ερντογάν δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών για τις προθέσεις του. Εξήγγειλε ακόμα και πριν την εκλογή του ότι ως Πρόεδρος της χώρας θα ήταν πολύ διαφορετικός από όλους τους προηγούμενους. «Θα είμαι ένας Πρόεδρος που θα τρέχει και θα ιδρώνει», έλεγε στις ομιλίες του, παραπέμποντας σαφώς στο προφίλ ενός Προέδρου που παρά τους συνταγματικούς περιορισμούς θα επιδίωκε να σπρώξει ντε φάκτο την Τουρκία στο προεδρικό σύστημα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η φιλοξενία της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου στο νέο προεδρικό μέγαρο της Άγκυρας.

Παρόλο που και στο παρελθόν προηγούμενοι Πρόεδροι της χώρας όπως ο Οζάλ, ο Ντεμιρέλ και ο Εβρέν προήδρευαν συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, εντούτοις η βαριά σκιά Ερντογάν στον καθορισμό ολόκληρης της πολιτικής επικαιρότητας αλλάζει σημαντικά το περιεχόμενο τέτοιων πρωτοβουλιών.

Η είδηση λοιπόν περί της ακύρωσης της εγκυκλίου του Πρωθυπουργού Νταβούτογλου είναι ενδεικτική για τους προσανατολισμούς που σχεδιάζει το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και ο Ερντογάν για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Η προσπάθεια για υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος ως ειδησεογραφικό θέμα μπορεί να μην διατηρείται ψηλά στην επικαιρότητα, αλλά τέτοιες ειδήσεις όπως η προαναφερθείσα υπενθυμίζουν τις πολύ συγκεκριμένες δράσεις που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση.

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η επίπονη διαδικασία συγκέντρωσης και ενίσχυσης αρμοδιοτήτων στην Εκτελεστική Εξουσία ξεκίνησε πολύ πριν την εμφάνιση του ΑΚΡ. Είναι όμως αλήθεια ότι εξαιτίας συγκεκριμένων κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων τόσο στην Τουρκία όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, η ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας επί της διακυβέρνησης ΑΚΡ γνωρίζει νέα επίπεδα.

Συνεπώς η εντατικοποίηση της αντιπαράθεσης γύρω από τη μετάβαση σε ένα προεδρικό ή ημιπροεδρικό σύστημα, πέρα από το ιδεολογικό στίγμα του πολιτικού Ισλάμ, αποτελεί προϊόν πολύπλοκων οικονομικών διαδικασιών τουλάχιστον των τελευταίων τριών δεκαετιών. Η εκλογή του πρώτου ισλαμιστή Προέδρου Για να κατανοήσει κάποιος καλύτερα τον τρόπο που σήμερα πολιτεύονται το ΑΚΡ και ο Ερντογάν στο ζήτημα της υπερσυγκέντρωσης και ισχυροποίησης της εκτελεστικής εξουσίας της Τουρκίας, θα πρέπει να επαναξιολογήσει τα γεγονότα του 2007. Η πορεία προς τις προεδρικές εκλογές τότε ήταν τελικά ένα από τα σημαντικότερα σημεία καμπής που επηρέασαν τις εξελίξεις με τον τρόπο που ξεδιπλώνονται σήμερα.

Ήδη από τα τέλη του 2006, η επικαιρότητα επικεντρώθηκε γύρω από την ισχυρή πιθανότητα η Εθνοσυνέλευση να εκλέξει τον πρώτο ισλαμιστή Πρόεδρο στην σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. Η πιθανότητα ήταν ισχυρή λόγω της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που είχε το ΑΚΡ. Στις δοσμένες συγκυρίες της εποχής, μια τέτοια προοπτική ήταν «εφιαλτική» για το κεμαλικό κατεστημένο, το οποίο ακόμα μπορούσε κάπως να εμποδίζει την πορεία ολοκληρωτικής κυριαρχίας του Ερντογάν.

Η διαδικασία για τις προεδρικές εκλογές του 2007 μετατράπηκε ουσιαστικά σε μια κρίση σε επίπεδο κράτους που είχε ως στόχο να εμποδιστεί η προεδρική υποψηφιότητα του ΑΚΡ. Οι κινήσεις του κεμαλικού μπλοκ προσανατολίστηκαν σε δύο βασικούς άξονες:

Ο πρώτος ήταν στο επίπεδο του στρατού

Το ΓΕΕΘΑ δημοσιοποίησε στην ιστοσελίδα του τη γνωστή ανακοίνωση τον Απρίλιο του 2007 με την οποία υπογράμμιζε ότι ο επόμενος Πρόεδρος της χώρας «θα έπρεπε να είναι στην ουσία και όχι στα λόγια κοσμικός». Η ανοιχτή παρέμβαση του στρατού στην πολιτική -που ονομάστηκε «διαδικτυακό πραξικόπημα»- δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι ο Πρόεδρος τού κράτους είναι και ο επικεφαλής του στρατεύματος σε καιρό πολέμου και, συνεπώς, η επιλογή του ήταν θέμα που αφορούσε τη στρατιωτική ιεραρχία. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση ήταν από τις τελευταίες πολιτικές παρεμβάσεις του στρατού. Ο δεύτερος άξονας εναντίον της προεδρικής υποψηφιότητας του Αμντουλλάχ Γκιούλ ήταν η προσφυγή του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) στο Συνταγματικό Δικαστήριο για ακύρωση του πρώτου γύρου της ψηφοφορίας εντός της Εθνοσυνέλευσης.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο τελικά αποφάσισε να ακυρώσει την ψηφοφορία στη βάση της ερμηνείας ενός άρθρου στο Σύνταγμα ότι για να είναι έγκυρη η εκλογή θα έπρεπε να δηλώσουν παρών στη ψηφοφορία τα 2/3 της Εθνοσυνέλευσης, δηλαδή 367 βουλευτές. Το CHP μαζί με κάποια μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν μποϊκοτάρει την ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση και με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατάφεραν να αναστείλουν την εκλογή Γκιούλ.

Μπροστά στα δεδομένα που δημιούργησε η συνταγματική κρίση και η ανοιχτή παρέμβαση του στρατού, το ΑΚΡ αποφάσισε να χειριστεί το θέμα πολύ διαφορετικά από προηγούμενες κυβερνήσεις. Εξέδωσε ανακοίνωση καταδίκης της στάσης της στρατιωτικής ηγεσίας και αποφάσισε να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες γενικές εκλογές και δημοψήφισμα για αλλαγή προνοιών του Συντάγματος που μεταξύ άλλων αφορούσαν και στην εκλογή του Προέδρου. Στις πρόωρες εκλογές του Ιουλίου 2007, το ΑΚΡ κατάφερε να κερδίσει 47% και να ξανασχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Έτσι η ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου συνεχίστηκε. Στο πολιτικό περιβάλλον που δημιούργησε το αποτέλεσμα των εκλογών το άλλο μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP), παρουσιάστηκε στην Εθνοσυνέλευση και έτσι άνοιξε τον δρόμο για την εκλογή του Αμπντουλλάχ Γκιούλ στο προεδρικό αξίωμα στα τέλη Αυγούστου 2007. Το επόμενο καθοριστικό βήμα έγινε με το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου για συνταγματικές αλλαγές, οι οποίες εγκρίθηκαν με ποσοστό 68,9%.

Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές επί του Συντάγματος ήταν η πρόνοια για την απευθείας εκλογή του Προέδρου από τον λαό. Με αυτό τον τρόπο, το ΑΚΡ κατάφερε να μεταφέρει τη χώρα ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό που δείχνει σήμερα να διεκδικεί εντονότερα παρά ποτέ ο Ερντογάν. Η απευθείας εκλογή του Προέδρου από τον λαό είναι άλλωστε και ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα του ΑΚΡ για την ανάγκη συνταγματικής θεσμοθέτησης και συνεπώς οριστικοποίησης της μετάβασης της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα, ως μίας διαδικασίας που ξεκίνησε χρόνια πριν.

Η υπερσυγκέντρωση των εκτελεστικών εξουσιών Ήδη μετά το πραξικόπημα του 1980 η δομή και οι αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας ενισχύθηκαν έναντι της Νομοθετικής και της Δικαστικής. Για παράδειγμα τόσο η χούντα του Εβρέν όσο και η κυβέρνηση Οζάλ, που ακολούθησε, άρχισαν να υιοθετούν τη μέθοδο της έκδοσης κυβερνητικών διαταγμάτων ιδιαίτερα στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής. Τα κυβερνητικά διατάγματα έχουν την ισχύ νόμου, τα οποία όμως σε καμιά περίπτωση δεν τίθενται σε διαδικασίες συζήτησης και έγκρισης από την Εθνοσυνέλευση, δηλαδή τη Νομοθετική Εξουσία.

Εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να παρακάμπτει εντελώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να επιβάλλει πολιτικές σε διάφορους τομείς. Κατά τη δεκαετία του 1990, η προαναφερθείσα τάση ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο. Πέρα από την ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας έναντι όλων των άλλων, έγιναν δραστικές μεταρρυθμίσεις στην ίδια τη δομή της κυβέρνησης με χαρακτηριστικό τον περαιτέρω συγκεντρωτισμό. Για παράδειγμα Σώματα και δομές όπως η Γενική Διεύθυνση Θησαυροφυλακίου, η Γενική Διεύθυνση Ξένου Κεφαλαίου και η Γενική Γραμματεία Εξωτερικού Εμπορίου της Τουρκίας ενοποιήθηκαν και τέθηκαν υπό την πολιτική ευθύνη του πρωθυπουργικού γραφείου. Την ίδια περίπου τάση ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου, όμως λόγω των πολλαπλών οικονομικών κρίσεων και της πολιτικής αποσταθεροποίησης της χώρας η διαδικασία αυτή δεν είχε ολοκληρωθεί. Επομένως το ΑΚΡ, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της Τουρκίας στα τέλη του 2002, είχε ήδη ένα «αξιοποιήσιμο έδαφος» για την προσπάθεια δημιουργίας ενός «μικρού αλλά πανίσχυρου κράτους», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμιζόταν στο κομματικό πρόγραμμα της περιόδου εκείνης.

Πώς αποκτούν νόημα τα δημοψηφίσματα με το ΑΚΡ Το 2010 η κυβέρνηση του ΑΚΡ κατάφερε να κάνει ακόμα μια τομή στο επίπεδο της ισχυροποίησης της εκτελεστικής εξουσίας, έχοντας ως ορίζοντα τη μελλοντική υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος. Στις 12 Σεπτεμβρίου σε νέο δημοψήφισμα για συνταγματικές αλλαγές επισημοποίησε τη θεσμοθέτηση εμποδίων ενάντια στην πολιτική παρέμβαση του στρατού, ενώ ταυτόχρονα έθεσε μεγάλο μέρος του συστήματος της δικαιοσύνης υπό πολιτικό έλεγχο. Για παράδειγμα μεταξύ των αλλαγών που εγκρίθηκαν τότε ήταν και η πρόνοια ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει πλέον καμιά αρμοδιότητα για να κρίνει εάν αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ή όχι προς το δημόσιο συμφέρον.

Το συγκεκριμένο δικαστικό σώμα μπορεί να αποφασίσει μόνο εάν οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ή όχι συμβατές με τον νόμο. Συνεπώς εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε το κυβερνών κόμμα ήταν να άρει και την τελευταία ευκαιρία που είχαν αντιπολιτευτικές δυνάμεις της χώρας για να ανατρέπουν αποφάσεις ιδιωτικοποιήσεων κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών. Από αυτό το σημείο και μετά, η ευρύτερη επικράτηση του ΑΚΡ στο κράτος ήταν πλέον ζήτημα αντιπαράθεσης εντός του πολιτικού Ισλάμ και μόνο.

Το γραφειοκρατικό κατεστημένο του κεμαλισμού είχε περιθωριοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού με τις νέες πρόνοιες στο Σύνταγμα η κυβέρνηση μπορούσε να προχωρήσει πιο άνετα σε ένα ολοκληρωτικό επανασχεδιασμό των κρατικών δομών. Λίγο πριν αποπερατώσει η Εθνοσυνέλευση τις εργασίες της ενόψει των γενικών εκλογών του Ιουνίου 2011 και εφόσον έγινε πλέον ξεκάθαρο ότι το κυβερνών κόμμα θα επέκτεινε την εκλογική του επιρροή, ο Ερντογάν επέβαλε την έγκριση ενός μεγάλο αριθμού κυβερνητικών διαταγμάτων με τα οποία διασφάλιζε την ενίσχυση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων σε ένα πολύ κλειστό κύκλο εξουσίας γύρω από το πρόσωπό του.

Τους μήνες που προηγήθηκαν των γενικών εκλογών, τα σαράντα και πλέον κυβερνητικά διατάγματα ουσιαστικά θεσμοθέτησαν με οριστικό τρόπο την «επιστροφή» της εκτελεστικής αρμοδιότητας στον Πρωθυπουργό για όλα εκείνα τα ζητήματα που στα προηγούμενα χρόνια το ΑΚΡ ακολούθησε την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων σε σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πολλοί αναλυτές στην Τουρκία μάλιστα υποστηρίζουν ότι τη συγκεκριμένη κρίσιμη περίοδο πριν τον Ιούνιο του 2011, η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος κάθε μορφής διαβούλευσης και δημοκρατικού ελέγχου έγινε σε τέτοιο βαθμό που δεν υπήρξε παρόμοιος ούτε την εποχή της μονοκρατορίας του Μουσταφά Κεμάλ.

Για παράδειγμα, με συγκεκριμένα κυβερνητικά διατάγματα, το ΑΚΡ ενίσχυσε τις αρμοδιότητες των αντιπροέδρων της κυβέρνησης και των υπουργών έναντι των συμβουλίων ημικρατικών οργανισμών που είχαν την πολιτική ευθύνη, ενώ αφαίρεσε ένα μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων της Εθνοσυνέλευσης για συγκεκριμένες οικονομικές αποφάσεις. Με λίγα λόγια διασφάλισε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των νομοσχεδίων για την οικονομία δεν θα περνούσαν καν από την Εθνοσυνέλευση, της οποίας οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις «ήταν χρονοβόρες».

Αποφασισμένος να προχωρήσει Το σημερινό στάδιο της δυνατότητας της εκτελεστικής εξουσίας στην Τουρκία να καθοδηγεί ολόκληρη την πολιτική και οικονομική ζωή προσομοιάζει στον ορισμό του Πουλαντζά περί ενός «αυταρχικού κρατισμού». Υπάρχει συνεπώς μια συνεχής διαδικασία εντατικοποίησης του κρατικού ελέγχου μέσα από τις δομές της εκτελεστικής εξουσίας σε κάθε σφαίρα της κοινωνικο-οικονομικής ζωής και δραστηριότητας. Σήμερα το ΑΚΡ και ο Ερντογάν φαίνεται να επιβάλλουν μια νέα ιεράρχηση πολιτικών ταυτοτήτων στη χώρα.

Το κράτος είναι αυτό που διασφαλίζει το μονοπώλιο σε κεντρικές πολιτικές έννοιες όπως το έθνος, η θρησκεία, η πρόοδος και η δικαιοσύνη. Διαμέσου της αναδιαμόρφωσης και της επιρροής της εκτελεστικής εξουσίας, το περιεχόμενο των πιο πάνω όρων αλλάζει και συμπυκνώνεται με απόλυτο τρόπο στην προσωπικότητα του Προέδρου της χώρας. Με αυτό τον τρόπο ο Ερντογάν έχει μετατραπεί στον μοναδικό εκπρόσωπο του «καθήκοντος» για την πολιτισμική και ηθική ομογενοποίηση της κοινωνίας. Επαναβεβαιώνει και εκσυγχρονίζει τις αξίες του χώρου, αλλά επιπλέον μεριμνά για τη διάδοσή τους σε ολόκληρη την κοινωνία μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς και τις δομές εξουσίας.

Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ο Ερντογάν δείχνει αποφασισμένος να προσχωρήσει περαιτέρω σε ό,τι αφορά στο προεδρικό σύστημα. Συνεπώς το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η επικέντρωση θα αφορά στο πώς θα οδηγηθεί η χώρα σε ένα νέο ακόμα πιο καθοριστικό δημοψήφισμα. Οι κινήσεις στο εσωτερικό μέτωπο λοιπόν θα επηρεάζονται σε μεγάλο, αν όχι σε αποκλειστικό βαθμό, από την προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών δύναμης, με τρόπο που να ευνοούν την υιοθέτηση ενός προεδρικού ή ημιπροεδρικού συστήματος. Ο Νίκος Μούδουρος είναι δρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών

Πηγή: Πώς ο Ταγίπ Ερντογάν σπρώχνει την Τουρκία σε ένα ντε φάκτο προεδρικό σύστημα http://wp.me/p3kVLZ-tek

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News