default-image

Ρευστότητα και πραγματική οικονομία - Analyst.gr

Απόψεις
Ρευστότητα και πραγματική οικονομία - Analyst.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιατί η παρεχόμενη ρευστότητα προς τις εμπορικές τράπεζες δεν περνά στην πραγματική οικονομία; Γιατί ακόμη και η  αγορά κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει επιλύσει ουσιαστικά το πρόβλημα της ρευστότητας;

Την νομισματική βάση μιας οικονομίας αποτελούν η νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα  κέρματα που διακρατά το μη τραπεζικό κοινό, και τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών, δηλαδή αυτά που διατηρούν είτε στην κεντρική τράπεζα είτε στα ταμεία τους.

Όταν μια κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από τις ιδιωτικές τράπεζες εκείνο που στην ουσία συμβαίνει είναι να πιστώνονται οι λογαριασμοί που έχουν οι ιδιωτικές στην κεντρική τράπεζα.

Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την πραγματική οικονομία αφού ήδη όπως είπαμε τα διαθέσιμα των τραπεζών αποτελούν τμήμα της νομισματικής βάσης.

Η πρακτική αυτή στην ουσία οδηγεί στην αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση του πρωτογενούς χρήματος το οποίο ελέγχει η κεντρική τράπεζα.

Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα.

Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμα τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα  η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.

H ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ

Η μη διοχέτευση της πλεονάζουσας ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία οδηγεί το χρήμα ξανά στο παραγωγό του, δηλαδή στην Κεντρική Τράπεζα.

Ειδικά από τον Μάρτιο του 2015 όταν ξεκίνησε η εφαρμογή του διευρυμένου προγράμματος αγοράς τίτλων από την ΕΚΤ όπως ήταν απόλυτα φυσικό η υπερβάλλουσα ρευστότητα πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις, αφού αυξήθηκε κατά 380 δις € περίπου.

ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ

Λέγοντας υπερβάλλουσα ρευστότητα εννοούμε τις καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων του ευρωσυστήματος και τις όποιες τοποθετήσεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς στο ευρωσύστημα μείον τις υποχρεωτικές καταθέσεις.

Το αδιέξοδο και η αποτυχία των στοχευμένων προγραμμάτων αναχρηματοδότησης είναι εμφανές. Η εύκολη λύση και άκρως αναμενόμενη η αύξηση του κόστους αυτών των καταθέσεων. Με απόφαση του ΔΣ της ΕΚΤ από 9 Δεκεμβρίου 2015 ισχύει η μείωση κατά 10 μονάδες βάσης του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, κάτι που αύξησε το κόστος στο -0,30%.

Η αύξηση του κόστους κατά 10 μονάδες βάσης δεν θα λύσει το πρόβλημα, όπως δεν το έλυσε μέχρι σήμερα,  οι τράπεζες έχουν εύκολα την δυνατότητα μετακύλισης του όποιου κόστους χρήματος  στους πελάτες τους ή του συμψηφισμού του με δυνητικά κερδοφόρες τοποθετήσεις.

Χωρίς μεταβολή της τρέχουσας συγκυρίας τα δεδομένα χρηματοδότησης δεν θα αλλάξουν. Χωρίς την υποχώρηση της αβεβαιότητας οι συνθήκες ρευστότητας επίσης δεν θα αλλάξουν.

Χωρίς «τακτοποίηση» των μη εξυπηρετούμενων δανείων η απομόχλευση θα είναι η μοναδική κίνηση που θα καταγράφεται στον πιστωτικό τομέα.

Αρά, δεν πρέπει να αναμένουμε εντυπωσιακές μεταβολές στο αμέσως προσεχές διάστημα. Το ευτράπελο είναι ότι ορισμένοι στη βάση της  πολιτικής διόγκωσης του ενεργητικού της ΕΚΤ εξέφρασαν  πληθωριστικούς φόβους. Ξεχνούν όμως το αυτονόητο.

Ακόμη και εάν όλο το χρήμα που κόβει  η κεντρική τράπεζα πήγαινε στην πραγματική οικονομία  το πληθωριστικό υπόβαθρο για να δημιουργηθεί προϋποθέτει συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Με υψηλή ανεργία, η όποια αύξηση της προσφορά χρήματος δεν οδηγεί σε ισόποση αύξηση των τιμών.

Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος το γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή εάν η προσφορά χρήματος αυξηθεί κατά 3,5% τότε οι τιμές θα αυξηθούν σύντομα κατά 3,5% με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει ανεργία.

Εάν όμως υπάρχει μη αξιοποιήσιμο παραγωγικό δυναμικό τότε ένα μέρος από την αύξηση της προσφοράς χρήματος θα κατευθυνθεί στην τόνωση  της παραγωγής και όχι στην κατανάλωση.

Οι πληθωριστικοί φόβοι επομένως είναι έκτος πραγματικότητας, όπως εξίσου έκτος πραγματικότητας είναι οι ελπίδες της ΕΚΤ ότι η διευκολυντική κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της θα έχουν αντίκρισμα  στην πραγματική οικονομία.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News