default-image

Το ΔΝΤ και ο ρόλος της Γερμανίας

Απόψεις
Το ΔΝΤ και ο ρόλος της Γερμανίας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εντυπωσιάζει η εμμονή της Γερμανίας για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο 3ο πρόγραμμα - μνημόνιο της χώρας, δηλαδή η εμπλοκή ενός οικονομικού οργανισμού αμερικανικών συμφερόντων στα εσωτερικά της Ευρώπης τη στιγμή μάλιστα που το ίδιο το ΔΝΤ δεν έχει αποφασίσει αν θα συμμετάσχει θέτοντας όρους και προϋποθέσεις.

Του Δημήτρη Μακροδημόπουλου

Διότι, το επιχείρημα που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή ότι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απαιτήθηκαν μόλις 6 δις ευρώ έναντι των 25 που είχαν προβλεφθεί και ως εκ τούτου το ελληνικό πρόγραμμα απαιτεί 19 δις λιγότερα και θα μπορούσε να εξαιρεθεί το ΔΝΤ ως χρηματοδότης του, είναι λογικό και θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους εταίρους μας ώστε να αποτραπεί νέα αμερικανική ανάμειξη στα εσωτερικά της ΕΕ με αφορμή το χρέος. Αν το επιχείρημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρώτο πρόγραμμα - μνημόνιο της χώρας μας τον Μάιο του 2010 ευσταθούσε λόγω της τεχνογνωσίας του, σήμερα μετά από σειρά μνημονίων σε Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρο δεν είναι δυνατό να ευσταθεί.

Όμως, το ζητούμενο δεν ήταν ποτέ η τεχνογνωσία, διότι όπως γράφει ο Ντάνι Ρόντρικ στο βιβλίο του «Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης», η αλήθεια είναι ότι «η απόφαση να παραπεμφθεί η Ελλάδα στο ΔΝΤ προκάλεσε σημαντική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς, η Ελλάδα είναι μέλος όχι μόνον της ΕΕ αλλά και της Ευρωζώνης. Στο τέλος η επιμονή της γερμανίδας καγκελαρίου Angela Merkel έκαμψε τους ενδοιασμούς του γάλλου προέδρου Nicolas Sarkozy και του προέδρου της ΕΚΤ Jean-Claude Trichet».

Το ΔΝΤ δημιουργήθηκε το 1944 στα πλαίσια του συστήματος του Bretton Woods μαζί με την Παγκόσμια Τράπεζα και τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), για να εμπεδώσουν μεταπολεμικά την αμερικανική κυριαρχία παγκόσμια. Αξιοποιήθηκε ως φορέας του νεοφιλελευθερισμού από την κυβέρνηση Ρέιγκαν το 1982 με αφορμή την οικονομική κρίση του Μεξικού. Έκτοτε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα αποτέλεσαν τα κέντρα προπαγάνδας και επιβολής του «φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς και της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας». Τότε, μάλιστα, με αφορμή την περίπτωση του Μεξικού αναδείχτηκε η βασική διαφορά ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη νεοφιλελεύθερη πρακτική: Βάσει της πρώτης οι δανειστές αναλάμβαναν μέχρι την κρίση του Μεξικού τις απώλειες που προέκυπταν από τις κακές επενδυτικές αποφάσεις ενώ βάσει της δεύτερης οι δανειζόμενοι εξαναγκάζονται από κρατικές και διεθνείς δυνάμεις να αναλαμβάνουν όλο το κόστος της αποπληρωμής του χρέους, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στη ζωή και στην ευημερία του τοπικού πληθυσμού. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ στο βιβλίο του περί «Νεοφιλελευθερισμού»: «Από το 1982 τα νεοφιλελεύθερα κράτη έδωσαν πλήρη εξουσιοδότηση στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, να διαπραγματεύονται την ανακούφιση από το χρέος, πράγμα που σήμαινε στην ουσία, να προστατεύουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου από την απειλή αθέτησης πληρωμών. Ως αντάλλαγμα για τον διακανονισμό και την παράταση του χρέους, συνεχίζει ο Χάρβεϊ, οι χρεωμένες χώρες υποχρεώνονται να πραγματοποιήσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ήτοι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, νόμους για πιο ελεύθερες αγορές εργασίας και ιδιωτικοποιήσεις».

Όμως οι υπηρεσίες του Βερολίνου προς την Ουάσινγκτον δεν εξαντλούνται στη νομιμοποίηση της δράσης του ΔΝΤ πανευρωπαϊκά. Ο Σάμιουελ Χάντινγκτον στο κείμενό του America's Changing Strategic Interests το 1991 ανέπτυξε την παρακάτω προβληματική: Μετά την πολυδιάσπαση του σοβιετικού μπλοκ, καθήκον των ΗΠΑ ήταν να εμποδίσει την ανάδειξη ενός νέου πόλου ισχύος που δυνητικά θα μπορούσε να ηγεμονεύσει στην Ευρασία. Και κατά τον Χάντινγκτον αυτόν τον ρόλο θα μπορούσε να διεκδικήσει μια Ενωμένη Ευρώπη.

Συμβούλευσε τους Αμερικανούς ιθύνοντες να προχωρήσουν σε δράσεις που θα ανέκοπταν την πραγματοποίηση μιας γεωπολιτικά ανταγωνιστικής ενωμένης Ευρώπης. Με την πρώτη του συμβουλή πρότεινε την καλλιέργεια του φάσματος της «γερμανικής απειλής». Της αναβίωσης, δηλαδή, των εμπειριών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την επακόλουθη αποφυγή της υποταγής των Ευρωπαίων σε μια αναδυόμενη - οικονομική αυτή τη φορά -γερμανική υπερδύναμη. Με τη δεύτερη συμβουλή πρότεινε να ενθαρρυνθεί μια ραγδαία και άνευ όρων διεύρυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που θα απέτρεπε την εμβάθυνση και την ενοποίηση της Ευρώπης, συμβουλή που υλοποιήθηκε αφού η ΕΕ από 12 μέλη που αριθμούσε το 1991 σήμερα αριθμεί 28. Και στα δύο πρωταγωνιστής των εξελίξεων ήταν η ενωμένη Γερμανία.

Σε ποιο σημείο υποτέλειας έφθασαν οι σχέσεις της Γερμανίας προς τις ΗΠΑ; Να διεξάγουν οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών, η BND, βιομηχανική κατασκοπεία σε βάρος γερμανικών εταιρειών, όπως της αεροδιαστημικής EADS, για λογαριασμό της NSA, δηλαδή των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών ή να αποκαλύπτεται ότι υποκλέπτονται από την NSA οι συνομιλίες της Άγκελας Μέρκελ και άλλων γερμανών αξιωματούχων χωρίς στοιχειώδεις αντιδράσεις. Να υιοθετούνται πειθήνια οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας για το ουκρανικό κατ' εντολήν των ΗΠΑ, άσχετα αν υπονομεύουν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και εξυπηρετούν τα αμερικανικά, χωρίς τη δυνατότητα αξιολόγησης και άρνησης επιβολής τους. Είναι δυνατό μέσα από αυτές τις σχέσεις επικυριαρχίας των ΗΠΑ επί της ηγεμονεύουσας στην ΕΕ Γερμανίας να προκύψει μια Ενωμένη Ευρώπη, κυρίαρχη που να πρωταγωνιστεί στο παγκόσμιο προσκήνιο και να συνδιαμορφώνει τις εξελίξεις; Ή μήπως μπορεί μια χώρα να ηγεμονεύει της Ευρώπης όταν είναι ανύπαρκτη στρατιωτικά; Γι' αυτό, σήμερα η ΕΕ βρίσκεται στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων και συμμετέχει επικουρικά για να νομιμοποιεί τις επιδιώξεις των ΗΠΑ ενώ στο οικονομικό πεδίο υποχωρεί συνεχώς έναντι των ανταγωνιστών της.

Πηγή: gfragoulis.blogspot.gr

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News