default-image

Παιχνίδια ισχύος - Analyst.gr

Απόψεις
Παιχνίδια ισχύος - Analyst.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Η πολιτική είναι αναμφίβολα ένα παιχνίδι ισχύος - οπότε, το εκάστοτε αποτέλεσμα των πολιτικών συζητήσεων ή/και συγκρούσεων, έχει άμεση σχέση με τη δύναμη που διαθέτει κανείς. Στα δημοκρατικά κράτη, η δύναμη παρέχεται μέσω των εκλογών στο κόμμα που τις κερδίζει - χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν χειραγωγούνται οι εκλογείς από άλλες «εστίες εξουσίας», όπως η εγχώρια ελίτ ή τα διατεταγμένα ΜΜΕ.

Στις σχέσεις όμως μεταξύ των διαφόρων χωρών, οι συνθήκες είναι πολύ πιο πολύπλοκες - ενώ όταν ένα κράτος έρχεται σε αντίθεση με κάποιο άλλο, επειδή κινδυνεύει η οικονομία του με υπαιτιότητα του άλλου ή επιθυμεί κάτι εντελώς διαφορετικό, θα πρέπει να διαθέτει την απαραίτητη δύναμη για να επιβάλλει τις δικές του απόψεις.

Με απλά λόγια, θα πρέπει να έχει στην κατοχή του εκείνα τα μέσα ισχύος, τα οποία θα του επιτρέπουν να απειλήσει πειστικά τον «εχθρό» του πως θα υιοθετήσει κυρώσεις εναντίον του ή οτιδήποτε άλλο, εάν δεν συμβιβαστεί μαζί του - εάν δεν ακολουθήσει η συνεννόηση που απαιτείται, για να μην υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.    

Όσον αφορά ειδικά την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, σε σχέση με τη Γερμανία και με το Euro Group, το πειθήνιο όργανο της, συμμετείχε σε ένα τέτοιο παιχνίδι ισχύος - πολύ εύκολο στην κατανόηση του. Απλούστατα, η Ελλάδα δεν είχε κανένα απολύτως «όπλο» στη διάθεση της για να επιβάλλει τις απόψεις της, ενώ οι «αντίπαλοι» της είχαν όλα όσα απαιτούνταν για να την υποτάξουν - κυρίως δε τα χρήματα που η χώρα μας χρειαζόταν και δεν είχε» (Flasbek με παρεμβάσεις).

Σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να κρίνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ δύο κρατών, καθώς επίσης τις εναλλακτικές λύσεις που έχουν στη διάθεση τους, μόνο εάν γνωρίζει τα μέσα ισχύος που έχει το καθένα στην κατοχή του.

Όταν πρόκειται δε για συζητήσεις μεταξύ δανειστών και οφειλετών, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας και των κρατών του ευρωπαϊκού νότου, τα οποία χαρακτηρίζονται από προβλήματα χρηματοδότησης, είναι υποχρεωμένος να κατανοεί τη θέση ισχύος του δανειστή απέναντι στον οφειλέτη.

Εν προκειμένω η Γερμανία, μέσω της αδιαφιλονίκητης υπεροχής της όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της (ανεξάρτητα από το ότι την απέκτησε με αθέμιτους τρόπους, εις βάρος των εταίρων της), καθώς επίσης των τεράστιων πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ευρίσκεται σε μία τρομακτική θέση ισχύος - η οποία είναι σχεδόν αδύνατον να απειληθεί.

Ειδικότερα, έχοντας κατορθώσει να εξάγει την ανεργία της στις άλλες χώρες, μέσω της αύξησης των εξαγωγών και της μείωσης των εισαγωγών της κατάφερε παράλληλα, με τον ίδιο τρόπο, να είναι ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ευρωζώνης. Επομένως, η μοναδική χώρα που είναι σε θέση να επιλύσει τα προβλήματα εκείνων των ελλειμματικών χωρών, οι οποίες έχουν υπερχρεωθεί, αδυνατώντας πλέον να δανεισθούν από τις χρηματαγορές - λόγω του ότι έχασαν εντελώς την ανταγωνιστικότητα τους, κυρίως βέβαια απέναντι στη Γερμανία.

Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως υπάρχει μία υπερβολικά «ασύμμετρη κατανομή» της δύναμης στις «συζητήσεις» της με τις χώρες οφειλέτες - οπότε εύκολα κατανοεί κανείς το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που διεξάγει μαζί τους. Η μοναδική ελπίδα λοιπόν των υπερχρεωμένων, ελλειμματικών συνομιλητών της, είναι η προθυμία της να μη χρησιμοποιήσει τη δεδομένη ισχύ της - εκούσια, αφού κανένας δεν μπορεί να την αναγκάσει.

Περαιτέρω, εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί η σημερινή κυβέρνηση της Γερμανίας, υπό την ουσιαστική ηγεσία ενός υπουργού οικονομικών που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει την ισχύ του απέναντι στους ίδιους τους συμπατριώτες του στην ανατολική πλευρά, κυριολεκτικά λεηλατώντας τους, θα αποφάσιζε να λειτουργήσει αλληλέγγυα - χωρίς δηλαδή να εκμεταλλευτεί τη δύναμη της.

Πόσο μάλλον όταν η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα, οπότε δεν διακινδυνεύει την επανεκλογή της, ενώ εξυπηρετεί ολοκάθαρα τα συμφέροντα της γερμανικής βιομηχανίας - η οποία δεν θα συμφωνούσε ποτέ με μία θέση που θα αύξανε τα μερίδια αγοράς των υπολοίπων χωρών, επιτρέποντας τους έτσι να ξεφύγουν από την κρίση μέσω του μοναδικού δρόμου που υπάρχει: της αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης τους.

Κάτω από τους συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων λοιπόν, τα υπόλοιπα κράτη μπορούν τότε μόνο να επιτύχουν κάτι, να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των Πολιτών τους δηλαδή, εάν απειλήσουν πειστικά πως θα προκαλέσουν ζημίες στη γερμανική οικονομία - ειδικά στη βιομηχανία της, εάν δεν αλλάξει η πολιτική της χώρας.

Οι λύσεις

Στα πλαίσια αυτά, εκτός από το μποϋκοτάζ των προϊόντων που παράγει η Γερμανία, το οποίο θα είχε τότε μόνο αποτέλεσμα εάν θα ήταν συλλογικό, υπάρχει μία και μόνο λύση: η απειλή της εξόδου από τη νομισματική ένωση, με την ισχυρή υποτίμηση του νέου νομίσματος - ενδεχομένως παράλληλα με μαζικά προστατευτικά μέτρα (δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα, επιδοτήσεις στις εγχώριες νέες βιομηχανίες κλπ.).

Όλα αυτά τα μέτρα θα είχαν έναν κοινό στόχο: τον αποκλεισμό των γερμανικών προϊόντων από την αγορά της χώρας που επιλέγει τη συγκεκριμένη λύση ή/και την απαγορευτική αύξηση των τιμών τους.

Αυτή είναι λοιπόν η μοναδική σοβαρή απειλή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Γερμανίας, από τους αδύναμους, ελλειμματικούς και υπερχρεωμένους εταίρους της - ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι εντελώς ουτοπικά όπως, για παράδειγμα, η εναλλακτική στα παραπάνω απειλή της μείωσης των μισθών (εσωτερική υποτίμηση), με στόχο την  ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, η οποία προκαλεί αποδεδειγμένα πλέον περισσότερες ζημίες, χωρίς καμία ουσιαστική ωφέλεια (ανάλυση).

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την τεράστια μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα - η οποία αφενός μεν δεν ήταν αρκετή για να φτάσει στα επίπεδα της Γερμανίας (γράφημα), αφετέρου κατέστρεψε ολοκληρωτικά την ελληνική οικονομία, λόγω της κατάρρευσης της ζήτησης (άρα των επενδύσεων, της αύξησης της ανεργίας κοκ.).

Σημείωση γραφήματος: Μέσω της εισόδου των προσφύγων, η γερμανική βιομηχανία θα καταφέρει να μειώσει ξανά το κόστος της - αφού γνωρίζει πολύ καλά πώς να εκμεταλλεύεται τις ανάγκες των άλλων, χρησιμοποιώντας τους ως μοχλό πίεσης για τον περιορισμό των μισθών των δύστυχων δικών της εργαζομένων.

Συνεχίζοντας, όταν η απειλή της εξόδου από την Ευρωζώνη προέρχεται μόνο από την Ελλάδα, από μία χώρα εγκλωβισμένη στην τριπλή παγίδα του ευρώ, του χρέους και των μνημονίων (ανάλυση), δεν εντυπωσιάζει καθόλου τη Γερμανία - μεταξύ άλλων επειδή η ελληνική οικονομία είναι πάρα πού μικρή, για να προκαλέσει ζημίες στη γερμανική (κάτι που όφειλε να γνωρίζει η απελθούσα κυβέρνηση, η οποία λειτούργησε δυστυχώς εντελώς ανόητα - κάτι περισσότερο από αφελώς ερασιτεχνικά).

Η μοναδική λοιπόν δυνατότητα της Ελλάδας ήταν ο φόβος της Γερμανίας να «μολυνθεί» η υπόλοιπη Ευρωζώνη από την κρίση της (domino effect), κυρίως δε οι προβληματικές ευρωπαϊκές τράπεζες - κάτι που θα μπορούσε να συμβεί από το 2010 έως το 2012, όταν η νομισματική ένωση δεν ήταν επαρκώς προστατευμένη, ενδεχομένως ακόμη και τα επόμενα δύο έτη, αν και είχε ενεργοποιηθεί πλέον το όπλο της ΕΚΤ (εκβιαστικές επεμβάσεις).

Στην περίπτωση όμως της Ισπανίας, πόσο μάλλον της Ιταλίας ή της Γαλλίας, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά - πολύ περισσότερο εάν απειλούσαν με την έξοδο τους οι δύο ή οι τρεις μαζί αυτές χώρες, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει σε χρόνο μηδέν το γερμανικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο έχει υιοθετήσει έναν θηριώδη σύγχρονο μερκαντιλισμό.

Αυτό δεν θα συνέβαινε επειδή η γερμανική κυβέρνηση θα συμβιβαζόταν, αλλά λόγω του ότι θα πιεζόταν από τη βιομηχανία της χώρας να υποχωρήσει - ενώ, εάν πράγματι ακολουθούσε κάτι τέτοιο, το ευρώ θα κατάφερνε να επιβιώσει, αφού θα περιοριζόταν οι ανισορροπίες το εσωτερικό του.

Εάν βέβαια παραμείνει η Ευρωζώνη ως έχει, το κοινό νόμισμα θα καταρρεύσει αργά ή γρήγορα - επειδή θα δημιουργηθούν ακόμη περισσότερα αντιευρωπαϊκά και εθνικιστικά κινήματα σε αρκετές χώρες, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες, η μοναδική εναλλακτική δυνατότητα που θα μπορούν να προτείνουν στους Πολίτες θα είναι η έξοδος των κρατών τους από την Ευρωζώνη.

Οι ουτοπίες

Περαιτέρω, όποια χώρα δηλώνει πως η συμμετοχή της στην Ευρωζώνη είναι αμετάκλητη, μετατρέπεται αυτόματα σε υποχείριο της Γερμανίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με όλα εκείνα τα πολιτικά κόμματα που τάσσονται ανεπιφύλακτα υπέρ του ευρώ - που θέλουν να ανήκουν στη νομισματική ένωση με κάθε θυσία, χωρίς να προτείνουν μία ρεαλιστική αλλαγή των συσχετισμών ισχύος που επικρατούν.

Εκείνοι δε που πιστεύουν πως η Γερμανία θα προθυμοποιηθεί να μειώσει την ισχύ της, επιδεικνύοντας αλληλεγγύη με τους αδύναμους, είναι το λιγότερο αφελείς - αφού κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, η ιστορία τεκμηριώνει πως δεν μπορεί να επιβιώσει μία κατασκευή, η οποία διακρίνεται από μία τόσο εξτρεμιστική ασυμμετρία, όσον αφορά τον επιμερισμό της ισχύος - πως δεν είναι δυνατόν δηλαδή να λαμβάνονται πάντοτε αποφάσεις υπέρ των ελάχιστων ισχυρών και εναντίον της ίδιας πάντοτε πλειοψηφίας των αδυνάμων, χωρίς να ακολουθήσουν σοβαρότατες συγκρούσεις.

Εν τούτοις, όποιοι θεωρούν καλοπροαίρετα πως η συνέχιση τη

ς ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα τιθασεύσει τη Γερμανία, όπως άλλωστε πίστεψε η Γαλλία πως θα συνέβαινε, επιβάλλοντας στη χώρα τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη ως αντάλλαγμα για την ένωση της τη δεκαετία του 1990, «πλανώνται πλάνην οικτράν». Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί - ενώ δεν μπορεί κανείς να εξαπατήσει περισσότερο τον εαυτό του, από το να πιστεύει σε κάτι τέτοιο.

Από τα παραπάνω τεκμηριώνεται πως η παταγώδης αποτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης, όσον αφορά την επτάμηνη διαπραγμάτευση της με τη Γερμανία, ήταν απολύτως προβλεπόμενη - νομοτελειακή, προδιαγεγραμμένη.

Ακόμη περισσότερο, οδήγησε ανόητα στην πλήρη υποδούλωση της χώρας - την οποία αναγκάσθηκε να αποδεχθεί πλέον για πρώτη φορά η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών κομμάτων, ψηφίζοντας από κοινού ένα τρίτο καταστροφικό μνημόνιο, παρά το ότι τα περισσότερα δεν πιστεύουν πως θα είναι θετικό για την πατρίδα μας.

Όσον αφορά δε την εναλλακτική λύση της δραχμής, η οποία προβάλλεται πια επίσημα, αν και επικοινωνιακά με το χειρότερο δυνατό τρόπο, δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον - ενώ, παρά το ότι είναι αδύνατον ποτέ να λύσει τα προβλήματα της η Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης, η έξοδος θα ήταν απολύτως καταστροφική.

Εν τούτοις υπάρχει ελπίδα, υπό την προϋπόθεση να απειληθεί η Γερμανία από κάποιες άλλες χώρες, από την Ιταλία ή από τη Γαλλία (η κυβέρνηση της Ισπανίας είναι υποχείριο της καγκελαρίου), με την έξοδο τους από τη νομισματική ένωση - οπότε να αλλάξουν ριζικά οι συσχετισμοί ισχύος στην Ευρωζώνη.

Είναι φυσικά αδύνατον να προβλέψουμε εάν θα προέλθει από τις σημερινές κυβερνήσεις των δύο παραπάνω χωρών. Κάποια στιγμή όμως θα συμβεί νομοτελειακά, ενώ ανέκαθεν η Γερμανία κέρδιζε όλες τις μάχες, χάνοντας τον πόλεμο - οπότε η μοναδική, βιώσιμη εναλλακτική λύση που έχει σήμερα στη διάθεση της η Ελλάδα, αφού δυστυχώς όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις της την οδήγησαν σε αδιέξοδα, δεν είναι άλλη από το να κερδίσει χρόνο.

Ταυτόχρονα να επιδιώξει τη δημιουργία συμμαχιών, ιδίως δε την αντίδραση της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι οποίες πιστεύουν δυστυχώς πως η Γερμανία θα αλλάξει από μόνη της - κάτι που φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Εάν βέβαια δεν καταπολεμηθούν παράλληλα οι ελληνικές ασθένειες, δεν φτάνουν τα παραπάνω - αφού μόνο το ένα μέρος των προβλημάτων μας οφείλεται στη Γερμανία, ενώ το άλλο σε εμάς τους ίδιους.

ΥΓ: Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μοναδική χώρα που θα μπορούσε να επιβάλλει άμεσα στη Γερμανία τον περιορισμό των πλεονασμάτων της, τα οποία προκαλούν τεράστιες παγκόσμιες ανισορροπίες, έχοντας τα όπλα που χρειάζεται, είναι οι Η.Π.Α. - οι οποίες μάλλον δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς τι ακριβώς σχεδιάζει η πρωσική κυβέρνηση της χώρας.

Αλέξης Ζακυνθινός, Senior Analyst (Geopolitics)

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News