default-image

Δε βλέπουν μεγάλο σεισμό για την Κρήτη οι σεισμολόγοι

Δε βλέπουν μεγάλο σεισμό για την Κρήτη οι σεισμολόγοι

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δυο-τρεις περιοχές στην ελληνική επικράτεια θεωρούνται από τους σεισμολόγους «υπερ-ώριμες» για μεγάλο σεισμό και μάλιστα κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Ευτυχώς όμως το Ηράκλειο δεν είναι ανάμεσα σε αυτές, όπως εκτίμησε μιλώντας στη "Νέα Κρήτη" ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών κ. Άκης Τσελέντης.

Ο ίδιος εμφανίστηκε καθησυχαστικός για την περιοχή μας, η οποία οχυρώνεται με δύο τουλάχιστον προγράμματα, τα οποία εστιάζουν και στο Ηράκλειο λόγω των πολλών ιδιαιτεροτήτων που έχει, το μεγάλο πρόγραμμα "Ασπίδα" του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών, την ύπαρξη του οποίου είχε αποκαλύψει η "Νέα Κρήτη", και το ευρωπαϊκό "Astarte", που δίνει έμφαση στον κίνδυνο που ζώνει το Ηράκλειο από παλιρροϊκά κύματα, είτε συνέπεια ισχυρών σεισμών είτε άλλων αιτιών.

Για τα παλιρροϊκά κύματα, η ιστορία τουλάχιστον δείχνει ότι εκείνα που προκαλούνται από σεισμούς είναι μεν λιγοστά στην περιοχή μας, όμως, όπως ανέφερε στη "Νέα Κρήτη" ο γνωστός καθηγητής Σεισμολογίας και διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών κ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ο οποίος βρέθηκε χθες στο Ηράκλειο, όταν συμβαίνει ένα τσουνάμι αυτό είναι ισχυρό και καταστρεπτικό, γεγονός που δεν επιτρέπει, όπως βεβαίως και τα ρίχτερ, εφησυχασμό.

Προγράμματα

Φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το πού και πότε θα σημειωθεί ο επόμενος σεισμός, όμως, όπως φαίνεται, το Ηράκλειο δεν είναι στις άμεσες... προτεραιότητες του Εγκέλαδου, ο οποίος επιλέγει να μας θυμίζει απλά την παρουσία του υποθαλάσσια και να μας κρατάει πάντα σε επαγρύπνηση, η οποία παίρνει σάρκα και οστά με την ετοιμότητα των Αρχών και την εκπόνηση μελετών, με "όπλα" τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας, τα οποία επιτρέπουν την εκτίμηση του κινδύνου και βεβαίως την αντιμετώπισή του. Και αυτό βεβαίως χάρη κυρίως στα ευρωπαϊκά κονδύλια, που μας σώζουν και από... τα ρίχτερ, καθώς το ελληνικό κράτος κραυγάζει λαβωμένο από την κρίση «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» ακόμα και σε ένα τόσο μείζον ζήτημα όπως η προστασία από τους σεισμούς. Ο λόγος είναι απλός. Έλλειψη προσωπικού. Και μάλιστα τόσο δραματική, που, όπως προειδοποιεί ο κ. Τσελέντης, ως τον Ιούνιο το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο σταματάει την 24ωρη παρακολούθηση των σεισμών, συμπαρασύροντας σαν σεισμικά κύματα όλο το τεράστιο οικοδόμημα που έχει χτίσει το Γεωδυναμικό, δηλαδή 170 σταθμούς σε όλη την Ελλάδα για σεισμούς, 180 που καταγράφουν τη στάθμη της θάλασσας για τσουνάμι και πληθώρα άλλων δεδομένων.

Τραγικές ελλείψεις

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δε θα μπορεί να υπάρχει σεισμολόγος τη νύχτα, «δε θα μπορούμε να γνωρίζουμε αν έχουμε προσεισμικές ακολουθίες», αν ο Εγκέλαδος έρθει εκτός... βάρδιας ή «να επισημαίνουμε αν κάποια ρίχτερ είναι ο κύριος σεισμός», όπως μας ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσελέντης. Την εκτίμηση του επικεφαλής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου επιβεβαιώνει και ο κ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, αποκαλύπτοντας ότι τον τελευταίο μήνα επιστολές με παραλήπτη τρία υπουργεία δεν έτυχαν καμιάς απάντησης για το κρίσιμο αυτό θέμα.

«Αν μεθαύριο συμβεί κάτι, θα πέσουν πάνω μας», τόνισε χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας τι συνέβη στην ιταλική Άκουιλα, όπου βρέθηκαν κατηγορούμενοι σεισμολόγοι για μη έγκαιρη προειδοποίηση του πληθυσμού από το σεισμικό κίνδυνο. Για το λόγο αυτό «αποτελεί κοινωνική ευθύνη της επιστημονικής κοινότητας να επισημαίνει τα προβλήματα», σημειώνει ο γνωστός σεισμολόγος.

Το "Astarte"

Ο κ. Τσελέντης βρέθηκε στο Ηράκλειο στα πλαίσια της προετοιμασίας ενός παγκόσμιου ενδιαφέροντος συνεδρίου για τα παλιρροϊκά κύματα, με τη συμμετοχή κορυφαίων επιστημόνων απ' όλο τον κόσμο για το θέμα, που θα διοργανωθεί τον Οκτώβριο στο Ηράκλειο, και στο οποίο θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος "Astarte", που έχει ορίσει το Ηράκλειο ως κύρια περιοχή μελέτης για τα παλιρροϊκά κύματα στην Ελλάδα.

Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών έχει δώσει έμφαση στη μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, με στόχο αφενός την κατανόηση του μηχανισμού που προκαλεί τσουνάμι και δεν αφορά βεβαίως μονάχα στους σεισμούς, αφού παλιρροϊκά κύματα μπορούν να προκληθούν και από υποβρύχιες κατολισθήσεις αλλά και εκρήξεις ηφαιστείων, όπως το γειτονικό της Σαντορίνης, το οποίο μας έχει απασχολήσει και στο παρελθόν με καταστρεπτικό τρόπο. Αφετέρου το πρόγραμμα "Astarte" εστιάζει στον καθορισμό του κινδύνου και τη βελτίωση των ενόργανων δικτύων παρακολούθησης.

Η τρωτότητα

Η μελέτη που εκπονείται θα προσφέρει με την ολοκλήρωσή της την κατανόηση όχι μόνο του μηχανισμού πρόκλησης ενός τσουνάμι στην περιοχή μας, αλλά και στη διακρίβωση της τρωτότητας κτηρίων και υποδομών κατά μήκος της ακτογραμμής του Ηρακλείου. Έτσι, γνωρίζοντας πώς αυτά θα συμπεριφερθούν στην περίπτωση ενός παλιρροϊκού κύματος, θα μπορούμε να είμαστε πολύ πιο ευέλικτοι στην αντιμετώπιση των συνεπειών του.

Αυτή τη στιγμή, η περιοχή που έχει μπει στο "μικροσκόπιο" είναι από το λιμάνι μέχρι τα Ληνοπεράματα, όμως θα περιοριστεί σε δύο εστιασμένα σημεία, όπου και θα επικεντρωθεί στην τελική της φάση η έρευνα για να εξαχθούν τα οριστικά αποτελέσματα που θα παρουσιαστούν στο Ηράκλειο, στα πλαίσια του μεγάλου επιστημονικού συνεδρίου. Όπως και στην περίπτωση των σεισμών, έτσι και στο τσουνάμι το ιστορικό είναι αυτό που αποτελεί μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών.

Ιστορικοί σεισμοί και τσουνάμι - Ιστορικό αποτύπωμα των παλιρροϊκών κυμάτων

«Αυτό που γνωρίζουμε και επισημαίνουμε με κάθε ευκαιρία είναι ότι βρισκόμαστε σε μια περιοχή με υψηλή σεισμικότητα, το λεγόμενο Ελληνικό τόξο, που δίνει πολλούς σεισμούς, κάποιοι από τους οποίους μεγάλοι και ορισμένοι που έχουν "γεννήσει" τσουνάμι», διευκρίνισε ο κ. Γ. Παπαδόπουλος.

Τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην ιστορία και τη γεωλογία της Κρήτης, με πιο σημαντικό τον ισχυρότερο ίσως σεισμό που έχει σημειωθεί στην Ελλάδα, εκείνο του 365 μ.Χ. στα Φαλάσαρνα. Ο σεισμός αυτός, ο οποίος εκτιμάται ότι είχε ένταση μέχρι 8,5 ρίχτερ, είναι καλά τεκμηριωμένος με βάση τις πηγές, οι οποίες καταγράφουν ότι έπληξε κυρίως τη δυτική Κρήτη, ανυψώνοντας κατά 9 μέτρα την Παλαιόχωρα και κατά 6,5 τα Φαλάσαρνα και προκάλεσε παλιρροϊκό κύμα που χτύπησε την Κρήτη, την Πελοπόννησο μέχρι και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με χιλιάδες θύματα.

Το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε σχεδόν 1.000 χρόνια αργότερα, στα 1303, με ένα σεισμό έντασης περί τα 8 ρίχτερ μεταξύ ανατολικής Κρήτης και Καρπάθου. Η καταστρεπτική συνδυαστική δύναμη των ρίχτερ και του τσουνάμι χτύπησε αυτή τη φορά τα ανατολικά του νησιού μας και τη Ρόδο, με το τσουνάμι να προκαλεί μεγάλες καταστροφές στο Ηράκλειο και σε άλλες περιοχές, φτάνοντας και πάλι ως την Αλεξάνδρεια.

Το τρίτο πιο ισχυρό τσουνάμι στην περιοχή της Κρήτης σημειώθηκε στις 9 Ιουλίου 1956 και "γεννήθηκε" από ένα σεισμό έντασης 7,5 ρίχτερ, που έπληξε τις Κυκλάδες, κοντά στη Σαντορίνη. Το τσουνάμι προκάλεσε τότε μεγάλες ζημιές και θύματα στη βόρεια ακτή της Κρήτης.

Το σήμερα

«Βάλτε τώρα το ίδιο γεγονός και αλλάξτε του τη χρονολογία με τη σημερινή για να διαπιστώσετε πόσο σοβαρό είναι το όλο θέμα», σημείωσε ο κ. Παπαδόπουλος, «και πόσο πολλαπλάσιες οι συνέπειες, βάζοντας στην "εξίσωση" την αλματώδη ανάπτυξη και κυρίως τουριστική στην ίδια περιοχή. Συμπερασματικά αυτό που μπορεί να επισημανθεί είναι ότι στην περιοχή της Κρήτης σημειώνονται μεν σε αραιά χρονικά διαστήματα τσουνάμι, όταν όμως αυτά συμβαίνουν είναι εξαιρετικά καταστρεπτικά». Και για το λόγο αυτό η έρευνα που γίνεται στη βάση του συγκεκριμένου προγράμματος έχει τεράστια σημασία.

Όσον αφορά σε αυτά καθαυτά τα ρίχτερ, ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών κ. Άκης Τσελέντης εξήγησε στη "Νέα Κρήτη" ότι το Ηράκλειο έχει μελετηθεί και συνεχίζει να βρίσκεται στο μικροσκόπιο των επιστημόνων, που έχουν σαρώσει την περιοχή για ενεργά ρήγματα. Αυτό που έχει διαπιστωθεί είναι ότι η πλειονότητά τους δεν είναι σεισμικά ενεργά και για κάποια, «που μας έχουν προβληματίσει, τα μελετάμε».

Ο ίδιος σημείωσε ότι υπάρχει άριστη συνεργασία με το Δήμο Ηρακλείου, ο οποίος και επιδεικνύει μεγάλο ενδιαφέρον για καθετί που έχει να κάνει με την οχύρωση της πόλης από το σεισμικό κίνδυνο.

Υπουργείο κατά Τσελέντη-Παπαδόπουλου - Μετασεισμοί από τις προειδοποιήσεις για τις ελλείψεις στο Γεωδυναμικό

Την αντίδραση του υπουργείου Υποδομών προκάλεσαν οι δηλώσεις του σεισμολόγου Άκη Τσελέντη, ο οποίος προειδοποίησε για αδυναμία παρακολούθησης της σεισμικής δραστηριότητας λόγω ελλείψεων προσωπικού στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών. «Σε καμία περίπτωση δεν είναι αληθινές και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι αναφορές ορισμένων διοικητικών παραγόντων του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, στα σημεία που με έμμεσο είτε άμεσο τρόπο επιχειρούν να συνδέσουν θέματα προσλήψεων προσωπικού και λειτουργίας του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου με τις αρμοδιότητες του αναπληρωτή υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων Χρήστου Σπίρτζη», ανακοίνωσε το υπουργείο.

Η ανακοίνωση αναφέρεται στην προειδοποίηση του κ. Τσελέντη ότι από τον Ιούνιο σταματά η παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας τις νυχτερινές ώρες, καθώς λήγουν οι συμβάσεις εργαζομένων.

«Αυτές οι παραπλανητικές αναφορές, που γίνονται ωστόσο με αξιοσημείωτη ευκολία, καλλιεργούν στην κοινή γνώμη σύγχυση και παραπληροφόρηση», συνεχίζει η ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας και όχι στο Υποδομών. «Οι κ. Άκης Τσελέντης και Γεράσιμος Παπαδόπουλος, διευθυντής και διευθυντής Ερευνών αντίστοιχα του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, οφείλουν να προασπίζονται τον ευαίσθητο χώρο που υπηρετούν από κινδυνολογίες και εύκολες αναφορές. Επίσης οφείλουν να γνωρίζουν τα νομοθετικά και θεσμικά δεδομένα του φορέα που υπηρετούν. Και βεβαίως όταν απευθύνονται προς τους πολίτες, να αναφέρουν με καθαρό λόγο την αλήθεια. Η αλήθεια στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, η λειτουργία του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών υπάγεται στην αρμοδιότητα Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Απολύτως επιβεβαιωτική είναι η σχετική αλληλογραφία, που απευθύνει αρμοδίως ο διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών καθηγητής Κανάρης Τσίγκανος για τα θέματα προσλήψεων προσωπικού και λειτουργίας του Ινστιτούτου».

Σύμφωνα με το υπουργείο Υποδομών, «η δυνατότητα που έχει ο ΟΑΣΠ βάσει του ιδρυτικού του νόμου να συνδράμει συμπληρωματικά και επικουρικά, χωρίς διακρίσεις, το σύνολο των σεισμολογικών δικτύων της χώρας, εφόσον αυτό το επιτρέπουν οι διαθέσιμοι πόροι του Οργανισμού, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδέεται και σκοπίμως να συγχέεται με την αρμοδιότητα και ευθύνη χρηματοδότησης και λειτουργίας του συγκεκριμένου Ινστιτούτου».

Σταύρος Μουντουφάρης

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News