default-image

Δώδεκα και μισή

Απόψεις
Δώδεκα και μισή

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υπάρχει ένας στίχος που πάντα μέρες σαν κι αυτές τριγυρίζει στο μυαλό, σαν ηχώ, σαν μνήμη, σαν σκέψη, βασανιστική αλλά ταυτόχρονα λυτρωτική. «Δώδεκα και μισή, πώς πέρασεν η ώρα, δώδεκα και μισή, πώς πέρασαν τα χρόνια».

Toυ Σταύρου Μουντουφάρη

Τα λόγια του μεγάλου Αλεξανδρινού, του Καβάφη, γίνονται εικόνες, ασπρόμαυρες και αργότερα έγχρωμες αλλά θολές, γεμάτες κόκκους, όπως οι φωτογραφίες της δεκαετίας του '80, μυρωδιές από κρίνα που στόλισαν τον Επιτάφιο, γιασεμί και άνθη λεμονιάς που τυλίχθηκαν γύρω από το σώμα του νεκρού Χριστού, σκέψεις από χρόνια ανέμελα, αθώα, όπου η αγωνία του θανάτου αποτελούσε κάτι άγνωστο, μακρινό, που δεν μπορούσε ποτέ να αποτελέσει απειλή, να γίνει σκούρο σύννεφο πάνω από τον ηλιόλουστο ανοιξιάτικο ουρανό.

Οι πρώτες απώλειες της ζωής, ανθρώπων κοντινών, αγαπημένων, θύμισαν μια καταιγίδα που ξεσπούσε ξαφνικά μέσα στο Μάρτη για να χαθεί σε λίγο, αφήνοντας και πάλι το ζεστό φως του ήλιου να ξαναλάμψει. Και χρόνο το χρόνο, όσο η ζωή άρχιζε να δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο, σταματώντας μόνο να δίνει και αρχίζοντας να παίρνει, οι καταιγίδες γίνονταν όλο και περισσότερες, όλο και πιο απειλητικές, όλο και πιο κοντινές, όλο και πιο αδυσώπητες.

Μέρες σαν κι αυτές, όπου οι σκέψεις κατηφορίζουν στο χωματόδρομο των αναμνήσεων, εκείνον όπου βρίσκονται οι πιο όμορφες από τις εικόνες, αυτές που άντεξαν στο χρόνο αντικαθιστώντας τις σκοτεινές της απώλειας ανθρώπων που όλοι έχουμε χάσει, το μυαλό ταξιδεύει, αναζητεί, σκαλίζει στάχτες και προσπαθεί να αναμετρηθεί με το σκοτεινό φάντασμα που φωλιάζει μέσα στη σπηλιά του πιο αρχαίου από τους τρόμους. Του πιο ισχυρού. Του πλέον αδίστακτου, του θανάτου. Η επίγνωση του μοιραίου που γονάτισε στρατιές, νίκησε ηγεμόνες, κατατρόπωσε ισχυρούς. Πάνω από τον Επιτάφιο κάθε ένας έχει το δικό του νεκρό για να θρηνεί μαζί με τον Εσταυρωμένο Χριστό, ελπίζοντας στη λύτρωση που θα φέρει ο χρόνος, διώχνοντας τις κακές και κρατώντας μόνο τις καλές αναμνήσεις.

Και το βράδυ της Ανάστασης, μαζί με το φως ξεπηδάει μια ελπίδα, μια σκέψη, η αγαλλίαση ότι εκεί ψηλά, μαζί με τα άστρα που τρεμοπαίζουν, οι ψυχές, πολύχρωμες και φωτεινές, μας κοιτούν βαθιά μέσα στο μυαλό ή στην καρδιά και μας ψιθυρίζουν, σαν φωνές αγαπημένες που ποτέ δεν ξεχάστηκαν. Με τον ίδιο Αλεξανδρινό ποιητή να χρωματίζει χωρίς πινέλα, να σμιλεύει χωρίς σμίλη, να τραγουδά χωρίς νότες, τον πίνακα της ζωής και του θανάτου, το ίδιο μοιρολόι της ύπαρξης που ξέρει ότι είναι παγιδευμένη στα γήινα δεσμά, τους φόβους και τις αγωνίες:

«Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες

εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι

για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·

κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν

ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας -

σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει».

Κ. Καβάφης, "Φωνές".

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News