default-image

Η λόγχη του πεπρωμένου

Απόψεις
Η λόγχη του πεπρωμένου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα ήταν άραγε η ιστορία της Ευρώπης η ίδια όπως την γνωρίζουμε σήμερα αν ένα από τα πιο Ιερά και πιο σκοτεινά κειμήλια δεν είχε αποτελέσει τον καταλύτη γεγονότων από το Μεσαίωνα ως τις μέρες μας; Η απάντηση δεν είναι δύσκολο να δοθεί αν αναλογιστεί κανείς την σημασία της "λόγχης του πεπρωμένου", ή πιο απλά της λόγχης της Βιένης που θεωρήθηκε λανθασμένα, όπως απέδειξε η επιστήμη, ότι ήταν εκείνη που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού στο σταυρό. Το αντικείμενο που φορτίστηκε με υπέρτατη δύναμη, ενοχοποιήθηκε για την μοίρα ηγεμόνων και σημάδεψε σημαντικές στιγμές της ιστορίας μοιάζει σήμερα σιωπηλό σε μια προθήκη του Μουσείου Σατσκαμερ , το θησαυροφυλάκιο των Αψβούργων στο ανάκτορο του Χόφμπουργκ της Βιένης. Η λόγχη , ή για να ακριβολογούμε μια από τις τέσσερις λόγχες που θεωρούνται ότι ήταν παρούσες στη σταύρωση, από την πρώτη κιόλας στιγμή είχε ένα βαρύ φορτίο να σηκώσει στο διάβα των αιώνων. Ως αντικείμενο που ήρθε σε άμεση επαφή με το σώμα του Ιησού και ποτίστηκε από το Άγιο Αίμα Του ήταν ένα κειμήλιο που έτυχε εξαιρετικής προσοχής όχι μόνο από τους πιστούς αλλά κυρίως από τους ηγεμόνες. Μόνο που η υπερφυσική της δύναμη να χαρίζει ανείπωτη ισχύ έκρυβε και μια άλλη, σκοτεινή αυτή τη φορά πλευρά. Μπορούσε το ίδιο εύκολα να την αφαιρέσει. Και μαζί , τη ζωή του κατόχου της. Το τίμημα αυτό πλήρωσε ο Καρλομάγνος, ο Μπαρμπαρόσα ακόμα και ο Αδόλφος Χίτλερ που είχε κάνει την λόγχη του πεπρωμένου προσωπική του εμμονή.  

Ο Λογγίνος

Η λόγχη αναφέρεται σε ένα από τα πιο γνωστά περιστατικά της σταύρωσης του Ιησού στα χέρια ενός Ρωμαίου εκατόνταρχου για τον οποίο τα Ευαγγέλια δεν παρέχουν καμία επιπλέον πληροφορία. Ο θρύλος και το όνομα του, Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους πολύ αργότερα μαζί με τις σχετικές παραδόσεις που έρχονταν να δώσουν ταυτότητα στον στρατιώτη ο οποίος αναφέρεται ότι έπασχε από σοβαρή πάθηση των ματιών που  έκανε προβληματική την όραση του.  Όπως γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια και τις ιστορικές , σχετικές με την πρακτική της σταύρωσης, πηγές, οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να σπάνε τις κνήμες των σταυρωμένων επισπεύδοντας έτσι το θάνατο τους καθώς ασφυκτιούσαν προσπαθώντας να σηκωθούν και πέθαιναν άμεσα μην μπορώντας να αναπνεύσουν. Όταν όμως οι στρατιώτες πλησίασαν τον Χριστό ο Ρωμαίος εκατόνταρχος τους είπε να μην βεβηλώσουν το σώμα του γιατί ήταν ήδη νεκρός. Για να το αποδείξει τρύπησε τα πλευρά του Ιησού με τη λόγχη του και από την πληγή βγήκε «αίμα και ύδωρ», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης (Ιθ, 34). Η πραγματική ιστορία σταματά μάλλον εδώ και τη σκυτάλη παίρνει ο θρύλος που ανάγεται στον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτόν μια σταγόνα από το αίμα του Χριστού έπεσε στα μάτια του Ρωμαίου στρατιώτη επαναφέροντας με θαυματουργό τρόπο την όραση του και κάνοντας τον να πιστέψει ότι ο Ιησούς ήταν όντως υιός του Θεού. Καθώς δεν αναφέρονταν πουθενά το όνομα του επινοήθηκε το Λογγίνος για έναν πολύ απλό λόγο. Με τα Ελληνικά να αποτελούν την κυρίαρχη γλώσσα της εποχής η θαυματουργή πλέον λόγχη που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού «βάπτισε» τον εκατόνταρχο που στη λατινική εκδοχή της τον «ονόμασε» Λογγίνο. Ο ίδιος αναφέρεται ότι βαπτίστηκε Χριστιανός, διέφυγε στην Αρμενία όπου και μαρτύρησε στα χέρια των Ρωμαίων. Αν και η σχετική παράδοση αντιμετωπίζεται με έντονο και δικαιολογημένο σκεπτικισμό δεν ισχύει κάτι τέτοιο για το ίδιο το αντικείμενο από το οποίο γεννήθηκε η ιστορία του Λογγίνου. Στα σίγουρα κάποιος Ρωμαίος στρατιώτης υπήρξε που τρύπησε την πλευρά του Ιησού. Όμως ποιος ήταν αυτός, πως ονομάζονταν και κυρίως ποια ήταν η τύχη του , όλα αυτά παραμένουν αντικείμενο εικασιών και γόνιμο έδαφος μυθοπλασίας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την Λόγχη την ύπαρξη της οποίας συναντάμε ήδη από τον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ σαν αντικείμενο το οποίο λατρεύονταν από τους Χριστιανούς μαζί με τα άλλα κειμήλια της σταύρωσης.  Μνημονεύεται από τον Αντονίνο της Πιατσέντζα στα 570  και λίγο πρωιμότερα από τον Κασσίοδο και τον Γρηγόριο της Τουρς. Η λόγχη φεύγει από την Ιερουσαλήμ πιθανότατα μετά την εισβολή των Περσών υπό τον Χοσρόη ΙΙ στα 615 και χάνεται. Από εκεί και μετά όμως τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο θολά και προβληματικά.  

Η λόγχη του Αγ. Μαυρικίου

Τρεις αιώνες νωρίτερα μια άλλη λόγχη είχε κάνει την εμφάνιση της στα σημερινά σύνορα Ιταλίας και Ελβετίας στα χέρια ενός Ρωμαίου στρατιώτη , Αιγυπτιακής καταγωγής, του Μαυρικίου επικεφαλής μιας εκλεκτής ομάδας λεγεωναρίων , γνωστής ως Λεγεώνα των Θηβών. Η θρυλική για την δύναμη και την αφοσίωση της λεγεώνα αντλούσε το όνομα της από την Αιγυπτιακή πόλη των Θηβών και είχε σταλεί εκεί για να αντιμετωπίσει τους Γαλάτες. Ο Μαυρίκιος ο οποίος ήταν από τους πρώτους χριστιανούς στρατιώτες της Ρώμης μαρτύρησε με τη λόγχη στα χέρια του όπως και όλοι οι στρατιώτες του καθώς αρνήθηκε επανειλημμένα να προσκυνήσει τον Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό ως Θεό και να θυσιάσει προς τιμήν του. Ο πρώτος στρατιωτικός Άγιος της Ρώμης «βαπτίστηκε» και αυτός χάρις τα Ελληνικά καθώς σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες το όνομα του  προέρχεται από τη λέξη «μαύρος» προσδιορίζοντας το εθνικό χαρακτηριστικό του. Άλλωστε σε όλες τις θρησκευτικές παραστάσεις  απεικονίζεται ως μαύρος Άγιος.

Στα χέρια του Κωνσταντίνου

Η λόγχη για άλλη μια φορά εξαφανίζεται και «επιστρέφει» στην ιστορία στα χέρια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μολονότι και αυτή η παράδοση φέρεται εξαιρετικά απίθανη έχει έντονο ενδιαφέρον καθώς ο πρώτος Αυτοκράτορας που τόλμησε να στηρίξει την εξουσία του στο σύμβολο του σταυρού είναι παράλληλα και ο πρώτος μιας μακράς σειράς ηγεμόνων οι οποίοι συνέδεσαν την ύπαρξη τους με την «λόγχη του πεπρωμένου». Σύμφωνα με τη σχετική παράδοση ο Κωνσταντίνος είχε μαζί του τη λόγχη όταν είδε στον ουρανό , τις παραμονές της ιστορικής μάχης στη Μίλβια γέφυρα, το όραμα με το ουράνιο σημάδι και την φράση in hoc signo vincis, το γνωστό «Εν Τούτω Νίκα» και κάλπασε νικητής με το κειμήλιο στα χέρια του. Αναφέρεται μάλιστα ότι πίστευε τόσο πολύ στην δύναμη της που την κρατούσε στα χέρια του όταν σχεδίαζε την Κωνσταντινούπολη το 328 μ. Χ. Τα θεμέλια του θρύλου της ανείπωτης δύναμης της λόγχης είχαν μπει με τρόπο που κανένας πια δεν θα μπορούσε να την αγνοήσει και να μην κάνει στόχο της ύπαρξης του να την αποκτήσει και να καρπωθεί την δύναμη που υπόσχονταν.

Ο Καρλομάγνος

Το μυστηριώδες κειμήλιο «επιστρέφει» σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία τον 8ο αιώνα στα χέρια μιας ακόμα σημαντικής ιστορικής μορφής του Καρλομάγνου , του Βασιλιά των Φράγκων και θεμελιωτή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κάρολος ο Μέγας γνώρισε από πρώτο χέρι τόσο την φωτεινή πλευρά της λόγχης του πεπρωμένου νικώντας και στις 47 εκστρατείες κατά τις οποίες την είχε μαζί του όσο και τη σκοτεινή. Ο θρύλος αναφέρει ότι επιστρέφοντας από μια μάχη, το άλογο του τρόμαξε ρίχνοντας τον κάτω με αποτέλεσμα η λόγχη να πέσει από τα χέρια του. Λίγο αργότερα ο Καρλομάγνος πέθαινε επιβεβαιώνοντας την φήμη του κειμηλίου ότι χάνοντας τη λόγχη χάνονταν και η δύναμη που χάριζε.

Μπαρμπαρόσα

Την ίδια μοίρα επεφύλασσε η τύχη για έναν άλλο ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον Φρειδερίκο Ι ή γνωστότερο ως Μπαρμπαρόσα λόγω της μακριάς κόκκινης γενειάδας του. Επικεφαλής της Γ Σταυροφορίας επιδιώκοντας δι εαυτόν το ρόλο του ηγήτορα των Χριστιανών ο Μπαρμπαρόσα συναντήθηκε με το θάνατο επιστρέφοντας από μια μάχη κοντά στον ποταμό Σάλεφ στην σημερινή Τουρκία. Αναφέρεται ότι η λόγχη γλίστρησε από τα χέρια του  καθώς ο ίδιος έπεσε στο νερό του ποταμού και παρασύρθηκε λόγω της βαριάς πανοπλίας του από τα ρεύματα με αποτέλεσμα να πνιγεί. Για άλλη μια φορά η απώλεια της λόγχης θα σήμαινε και το τέλος της ισχύος αλλά και της ζωής ενός ηγεμόνα. Την λόγχη προσπάθησε να πάρει στα χέρια του και ο Ναπολέοντας αμέσως μετά τη μάχη του Αούστερλιτς, χωρίς όμως ποτέ να τα καταφέρει.  Η υπερφυσική αυτή διάσταση της λόγχης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από μια από τις παρανοϊκότερες μορφές της ιστορίας τον Αδόλφο Χίτλερ που θεωρώντας τον εαυτό του ως τον καταλληλότερο να διαδεχτεί τους Γερμανούς ηγεμόνες και φυσικά το ρόλο τους στη χάραξη των γεγονότων έκανε στόχο της ζωής του την απόκτηση της λόγχης του πεπρωμένου. Λέγεται ότι την είδε για πρώτη φορά στις προθήκες του Σατσκαμερ της Βιένης στα 1912 και μαγεύτηκε από το κειμήλιο σε βαθμό που έγινε η προσωπική του εμμονή. Όταν ανέβηκε στην εξουσία και ξεκίνησε την αιματοβαμμένη διαδρομή του ανά την Ευρώπη έκανε πράξη το όνειρο του, να κρατήσει στα χέρια του το κειμήλιο με την ανυπέρβλητη δύναμη και να το αποκτήσει. Στις 13 Οκτωβρίου 1938 ο Αδόλφος Χίτλερ τοποθέτησε τη λόγχη μαζί με όλο το θησαυρό από το Σατκάμερ σε ένα θωρακισμένο τρένο και  την μετέφερε μαζί με τα άλλα κειμήλια στην έδρα του Ναζιστικού Κινήματος , τη Νυρεμβέργη. Το κειμήλιο τοποθετήθηκε στο ναό της Αγίας Αικατερίνης και έξι χρόνια αργότερα για λόγους ασφαλείας μεταφέρθηκε σε μια μυστική θέση.  Όμως και πάλι η λόγχη «τιμώρησε» με το δικό της τρόπο τον αλαζόνα κάτοχο της. Τέσσερις μέρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων της 7ης στρατιάς των ΗΠΑ στα πεδία της Νυρεμβέργης, στις 30 Απριλίου 1945, ένας Αμερικανός στρατιώτης , ο Γουόλτερ Γουίλιαμ Χόρν ανακάλυπτε τη λόγχη κρυμμένη σε μια κόγχη ενός τοίχου. Ογδόντα λεπτά αργότερα , στις 3.30 μ.μ. της ίδιας μέρας ο Αδόλφος Χίτλερ αυτοκτονούσε στο κρησφύγετο του, στο Βερολίνο.  Εξαιρετικό ενδιαφέρον για να συμπληρωθεί η ιστορία έχει το γεγονός ότι ο Στρατηγός Τζορτζ Πάττον, ο οποίος είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν όχι εμμονή με το υπερφυσικό, ο ίδιος που επέστρεψε τη λόγχη στη Βιένη, είχε ασχοληθεί εκτενέστατα με την λόγχη και την ιστορία της.

Η λόγχη της Βιένης

Η λόγχη έκτοτε βρίσκεται στην αρχική της θέση, αποτελώντας ένα από τα πιο βαρύτιμα κειμήλια του Αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου της Αυστριακής πρωτεύουσας. Το αντικείμενο φέρει ακόμα τα σημάδια της μακραίωνης ιστορίας του. Στο κέντρο της υπάρχει ένα καρφί που θεωρείται ότι αποτελεί ένα από αυτά που κάρφωσαν το σώμα Του Χριστού πάνω στο Σταυρό και το οποίο συγκρατείται με ασημένια σύρματα στον κορμό του συναρπαστικού όπλου. Αργότερα σε αυτό προστέθηκαν πτερύγια για να το κάνουν ακόμα πιο επιβλητικό. Η λόγχη αυτή θεωρείται ότι είναι το κειμήλιο που είχε μαζί του ο Άγιος Μαυρίκιος και την πεποίθηση αυτή ενισχύει η επιγραφή που προστέθηκε περίπου το 1000 από τον Γερμανό Αυτοκράτορα Ερρίκο IV ο οποίος παρήγγειλε μια ασημένια θήκη για το κειμήλιο, αυτή που είναι ακόμα και σήμερα ορατή, φέροντας εγχάρακτο το κείμενο που αναφέρει ότι κατασκευάστηκε κατ΄ εντολή του για να ενισχυθεί το καρφί του Κυρίου και η λόγχη του Αγίου Μαυρικίου. Τελική προσθήκη στο όπλο είναι μια χρυσή θήκη που επικαλύπτει όλες τις άλλες , παραγγελία του Καρόλου IV στα 1350 με την επιγραφή "Lancea et clavus Domini", δηλαδή η λόγχη και το καρφί του Κυρίου.  Το κειμήλιο αυτό είχε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Αυστρίας ως αντικείμενο που χρησιμοποιούνταν κατά τη στέψη των Αυτοκρατόρων με το καρφί της σταύρωσης στο εσωτερικό του να παραπέμπει εμφανώς στο θρύλο ότι και τα δύο αντικείμενα βρίσκονταν στην κατοχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου όταν θεμελίωνε την Κωνσταντινούπολη. Ο συμβολισμός της ισχύος και η βούληση των ηγεμόνων να εμφανιστούν ως διάδοχοι του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Σήμερα η λόγχη του πεπρωμένου ή λόγχη της Βιένης αναγνωρίζεται σαν ένα από τα σημαντικότερα όπλα στην ιστορία που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη τους. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αυτή που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού καθώς η κεφαλή της, τυπική Καρολίγγεια ή φράγκικη χρονολογείται από τους ειδικούς στα αρχαία όπλα ανάμεσα στο 750 και το 900 μ. Χ και δεν μοιάζει σε τίποτα με τις λόγχες που γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι τον 1ο αιώνα. Την εποχή του Χριστού δύο ήταν τα κυρίαρχα μοτίβα στις Ρωμαϊκές λόγχες, εκείνη που ονομάζονταν pilum και η οποία χαρακτηρίζονταν από ένα μακρύ στέλεχος το οποίο κατέληγε σε μια μυτερή αιχμή από σίδερο και η Hasta με πιο πεπλατυσμένη κεφαλή.

Οι άλλες λόγχες

Αν όμως η λόγχη της Βιένης δεν ήταν παρούσα στη σταύρωση τότε  μήπως η θέση αυτή διεκδικείται από τις άλλες λόγχες, όπως εκείνη που φυλάσσεται στην Κρακοβία της Πολωνίας; Η επιστημονική απάντηση είναι πως οι πιθανότητες είναι μάλλον μηδαμινές αφού το κειμήλιο το οποίο παραχωρήθηκε στους Πολωνούς από τον Όθωνα τον 3ο είναι σαφώς ένα αντίγραφο εκείνης της Βιένης που αναπαράγει τα πιο γνωστά χαρακτηριστικά της. Η λόγχη αυτή που δωρήθηκε στους ηττημένους Πολωνούς τον 10ο αιώνα φαίνεται ότι κατασκευάστηκε εκείνη την εποχή και αποτελούσε απλά το επιστέγασμα μιας συμφωνίας για την ενσωμάτωση του λαού στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πιο μυστηριώδης είναι η ιστορία μιας άλλης λόγχης, η οποία φυλάσσεται στην Αρμενία στο Μοναστήρι Γκέγκχαρντ του 13ου αιώνα, όνομα που καθόλου τυχαία φυσικά σημαίνει «το μοναστήρι της λόγχης». Η ιστορία του κειμηλίου αυτού, το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα με τριγωνική αιχμή που απορρίπτει τη χρήση του ως όπλο φαίνεται ότι μπορεί να αναχθεί στο 1097 στην Αντιόχεια. Εκεί, ο στρατός της Α Σταυροφορίας βρέθηκε πολιορκούμενος από τους Μουσουλμάνους σε τραγική μάλιστα κατάσταση. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα οι Χριστιανοί βρέθηκαν μπροστά σε μια ανέλπιστη πηγή που θα τους έκανε να ξαναβρούν το χαμένο κουράγιο τους. Ένας χωρικός, ονόματι Πέτρος Βαρθολομαίος ισχυρίστηκε ότι είχε δει σε όραμα τη θέση όπου είχε κρυφτεί η ιερή λόγχη και για να το αποδείξει οδήγησε τους στρατιώτες στον καθεδρικό ναό της πόλης. Σκάβοντας έφερε στο φως μια λόγχη η οποία άσκησε αποφασιστικό  ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. Οι σταυροφόροι ενθουσιασμένοι και πιστεύοντας ότι η ανακάλυψη της ήταν Θεικό σημάδι επιτέθηκαν εκδιώχνοντας τους Μουσουλμάνους. Όμως ο Πέτρος Βαρθολομαίος άρχισε να καταδιώκεται από τις εμμονές του κάνοντας πολλούς να θέτουν ερωτήματα για την αυθεντικότητα της λόγχης και εγείροντας υποψίες ότι το κειμήλιο τοποθετήθηκε εκεί από τον ίδιο. Ο Βαρθολομαίος θέλοντας να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ζήτησε να περάσει τη δοκιμασία της φωτιάς περπατώντας ζωντανός μέσα από την πυρά. Δεν επέζησε κατηγορώντας μάλιστα λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή τον εαυτό του ότι έχασε την πίστη του. Με  τον θάνατο του η λόγχη εξαφανίζεται και σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς είναι αυτή που μεταφέρθηκε στην Αρμενία όπου σώζεται ως τα σήμερα. Μια τέταρτη λόγχη , από τις πιο μυστηριώδεις καθώς απαγορεύεται η κινηματογράφηση και η φωτογράφηση της είναι αυτή που έχει στην κατοχή του το Βατικανό. Η μορφή της λόγχης  αυτής είναι άγνωστη και υπάρχει μόνο ένα βιαστικό σκίτσο το οποίο ατυχώς δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε την πραγματική του όψη. Η ιστορία αυτής της λόγχης πιθανότατα να μπορεί να ανιχνευτεί στο κειμήλιο που είχε πέσει στα χέρια του Πάπα Ιννοκέντιου του 8ου από τους Μουσουλμάνους. Η λόγχη που αναφέρονταν στα χέρια τους από τον 6ο αιώνα όταν κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ είχε φτάσει ως τα χέρια του Σουλτάνου Μπαγιαζέτ ο οποίος το δώρισε στον Ποντίφικα για να διασφαλίσει ότι ο αντίπαλος του, ο αδερφός του , Ζιζίμ , θα έμενε φυλακισμένος για πάντα. Το κειμήλιο μεταφέρθηκε στη Ρώμη και έκτοτε φυλάσσεται στο Ναό του Αγίου Πέτρου.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News