default-image

Νομική «ακτινογραφία» της «ΛΙΣΤΑΣ ΛΑΓΚΑΝΡΝΤ»

Απόψεις
Νομική «ακτινογραφία» της «ΛΙΣΤΑΣ ΛΑΓΚΑΝΡΝΤ»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»

(τεύχος 169 ημερομηνία 10/01-16/01/2013)

του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη

Γραμματέα του Δ.Σ. της «Κίνησης Ιδεών και Δράσης: ΠΡΑΤΤΩ»

Η υπόθεση της «λίστας Λαγκάρντ» δημιουργεί περιδίνηση στην πολιτική ζωή της Χώρας με απρόβλεπτες (επί του παρόντος)  επιπτώσεις. Αρχικώς πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευα.Βενιζέλος καταθέτοντας στο «Μαξίμου» το σχετικό ηλεκτρονικό έγγραφο, άφησε να διαρρεύσει μέσω του Πάρι Κουκουλόπουλου(1) ότι η λίστα που είχε στα χέρια του περιελάμβανε 1991 ονόματα. Ο Δημοσιογράφος Κ. Βαξεβάνης δημοσίευσε 2059 ονόματα από τα οποία όμως ήδη είχαν  απαλειφθεί τα τρία (3) ονόματα της «οικογένειας Παπακωνσταντίνου». Οίκοθεν νοείται ότι η σχετική λίστα περιελάμβανε εξ αρχής 2062 ονόματα. Ως εκ τούτου μετά τη γνωστοποίηση ότι ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατέθεσε στο «Μαξίμου» 1991 ονόματα, θα πρέπει να είχαν απαλειφθεί 71 ονόματα εκ των οποίων ήδη έχουν εντοπισθεί μόνο τα τρία (3), εκείνα της «οικογένειας Παπακωνσταντίνου». Συνεπώς απομένουν ακόμη 68 ονόματα να ανευρεθούν. Εάν με βάση την παρατήρηση αυτή  υπάρξει (τυχόν) «αντίλογος» ότι ναι μεν τα ονόματα ήταν 2062 της συγκεκριμένης λίστας, πλην όμως λόγω διαφορετικών χρονικών καταθέσεων ή και διαφορετικών αριθμών λογαριασμών οι καταθέτες συνολικώς ήταν 1991, τούτο θα συνεπάγεται ευθεία συνομολόγηση ότι έγινε «όνομα προς όνομα»(!) και «λογαριασμό προς λογαριασμό»(!) επεξεργασία της λίστας!

Τούτων δοθέντων εγείρεται μείζον πολιτικό, ηθικό και νομικό ζήτημα που αφορά στα ονόματα αυτά ως προς τον αριθμό τους και ως προς την τυχόν επεξεργασία «σημείο προς σημείο» της συγκεκριμένης λίστας.

Πέραν των προαναφερομένων, τίθεται και το ζήτημα της καταχώρησης του ηλεκτρονικού εγγράφου της «λίστας Λαγκάρντ» στο οικείο πρωτόκολλο. Είναι αδιστάκτως βέβαιον ότι θα έπρεπε τόσο ο Γ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο Ευα.Βενιζέλος από υπηρεσιακό καθήκον να μεριμνούσαν για την καταχώρηση του συγκεκριμένου εγγράφου στο οικείο πρωτόκολλο σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν.2690/1999). Και τούτο γιατί: «Κάθε έγγραφο που περιέρχεται στην Υπηρεσία καθοιονδήποτε τρόπο καταχωρίζεται αυθημερόν στο βιβλίο εισερχομένων κατ' αύξοντα αριθμό, με χαρακτηρισμό και μνεία του θέματος στο οποίο αναφέρεται…καθώς και η ημερομηνία εισόδου του».

Συνεπώς όφειλε ο Γ.Παπακωνσταντίνου να είχε καταχωρήσει το σχετικό έγγραφο και σε κάθε περίπτωση ο Ευα.Βενιζέλος να πληροφορηθεί για την καταχώρησή του και εφόσον διαπίστωνε ότι δεν υπήρχε καταχώρηση, να προέβαινε ο ίδιος στην καταχώρηση του εγγράφου στο οικείο πρωτόκολλο. Ήταν και είναι απαράδεκτη η περιφορά του σχετικού εγγράφου ως εάν επρόκειτο για ιδιωτικό έγγραφο!..

Περαιτέρω, ως προς τις ποινικές ευθύνες που με πρωτοβουλία της συγκυβέρνησης κατευθύνονται (μονομερώς) στο πρόσωπο του Γ.Παπακωνσταντίνου,  μπορεί να υπάρξει ο ισχυρισμός ότι καταρχάς συντρέχουν πολλές περιπτώσεις(2) εγκληματικής συμπεριφοράς όπως αυτές τυποποιούνται στον Ποινικό Νόμο και αφορούν: α) στην παράβαση καθήκοντος (259 και 263α Π.Κ.), β) στην απιστία (256 και 263α Π.Κ.) και γ) στην πλαστογραφία -νόθευση (δημοσίου) εγγράφου (216 Π.Κ.).

Ωστόσο, μείζον θέμα εγείρεται ως προς την παραγραφή. Εάν αρκεστούμε στην γραμματική ερμηνεία της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, τότε είναι σαφές ότι: η Βουλή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της (που αφορά σε ποινική δίωξη πολιτικού προσώπου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του συνταγματικού κανόνα), μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Αδιάφορο είναι δε εάν υπήρξε δεύτερη τακτική σύνοδος ή εάν κατ' ουσίαν δεν λειτούργησε καν η πρώτη τακτική σύνοδος. Όμως ορκίστηκαν οι βουλευτές και δεν υπάρχει «κενό» ως προς τη νομοθετική λειτουργία σύμφωνα με τις πρόνοιες τους Συντάγματος. Συνεπώς με βάση την εκδοχή αυτή υφίσταται παραγραφή.

Το κυρίως όμως ζήτημα για τη συγκεκριμένη περίπτωση (κατά τη γνώμη μου ασφαλώς) δεν αφορά το συνταγματικό κανόνα, αλλά τη δογματική του Ποινικού Δικαίου. Με βάση αυτή την αφετηρία νομικής τεκμηρίωσης επιβάλλεται η προσφυγή στις νομολογιακές παραδοχές  του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα επισημειώνεται ενταύθα η  υπ' αριθμ. 556/1998 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου. Από το Ανώτατο Ακυρωτικό έχει κριθεί (με βάση την προαναφερόμενη νομολογιακή παραδοχή) ότι στη διάταξη του άρθρου 256 Π.Κ. υπάγονται δύο (2) αυτοτελή εγκλήματα. Ήτοι: α) η κατάρτιση εξ αρχής νοθευμένου εγγράφου και β) η νόθευση εγγράφου και η χρήση αυτού.

Μεταξύ αυτών των δύο (2) αυτοτελών εγκλημάτων που τυποποιούνται  στην προαναφερόμενη διάταξη του Ποινικού Νόμου, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι εάν για οποιαδήποτε αιτία, λόγω παραγραφής, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο, αλλά η χρήση του πλαστού εγγράφου λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο, τότε η πλαστογραφία θα τιμωρηθεί ως αυτοτελές έγκλημα και θα ερευνηθεί εάν από μόνο του το αυτοτελές έγκλημα έχει υποπέσει σε παραγραφή.

Στην προκειμένη περίπτωση είναι προδήλως βέβαιον ότι χρήση του φερομένου ως πλαστογραφηθέντος εγγράφου λαμβάνει χώρα ακόμη και στον παρόντα χρόνο, εφόσον στο επίπεδο των εισαγγελικών λειτουργών (αλλά και των μελών του Κοινοβουλίου), γίνεται «αντιπαραβολή» μεταξύ του φερομένου ως γνησίου και του φερομένου ως πλαστού εγγράφου. Συνεπώς ζήτημα παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας δεν τίθεται.

Σε κάθε περίπτωση δε η χρησιμοποίηση του Χρηματοπιστωτικού Τομέα με την τοποθέτηση σ' αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα (π.χ. μπορεί να υποκρύπτεται σοβαρή φοροδιαφυγή), υφίσταται έγκλημα διαρκές. Η εγκληματική δε δραστηριότητα τυποποιείται στα «βασικά αδικήματα» του άρθρου 3  της παρ. ιη του Ν.3691/2008, καθόσον ως εγκληματική δραστηριότητα νοείται: «κάθε αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος». Υπ' όψιν δε, ότι μόνο για τη νόθευση του δημοσίου εγγράφου όταν η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τότε ο υπαίτιος της πράξης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, ενώ με βάση το Ν.2408/1996, εάν η ζημία υπερβαίνει τις 147.000 ευρώ και συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, τότε επιβάλλεται ακόμη και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Ασφαλώς τα προαναφερόμενα (και εφόσον υπάρξει παραπομπή όποιου πολιτικού προσώπου με 151 ψήφους των μελών του Κοινοβουλίου), μπορεί να κριθούν συντομότερα του αναμενομένου, δηλαδή συντομότερα και απ' αυτήν την ενδεχόμενη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου. Και τούτο γιατί από το συνταγματικό κανόνα της παρ.  4  του άρθρου 86 του Συντάγματος,  προνοείται η λειτουργία Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο απαρτίζεται από πέντε (5) ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, ήτοι  από δύο (2) Συμβούλους Επικρατείας και από τρεις (3) Αρεοπαγίτες. Με απόφαση δε του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένας Αρεοπαγίτης ως Ανακριτής. Επειδή δε η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος, είναι σαφές ότι δεν θα βραδύνει να επιλυθούν, κατ' αρχήν τα όποια εκκρεμή ζητήματα.

Τέλος επισημειώνεται ότι πέραν της «λίστας Λαγκάρντ» εκκρεμούν και άλλες λίστες όπως η «λίστα του Λιχνενστάιν», η «λίστα των ιδιοκτητών ακινήτων του Λονδίνου», η «λίστα των ιδιοκτητών σκαφών της Ολλανδίας» και κυρίως η «λίστα της Εισαγγελίας του Μονάχου» -που αφορά στην υπόθεση της Siemens!..

(1)      Ασφαλώς με απευθείας δήλωσή του ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν αναφέρθηκε στον αριθμό 1991. Ωστόσο, ο στενός συνεργάτης του Πάρις Κουκουλόπουλος μιλώντας στο ΣΚΑΙ δήλωσε ακριβώς τα εξής: «δεν ξέρω εάν είναι η λίστα Λαγκάρντ αυτή, έχει διαφορετικό αριθμό ονομάτων. Το αντίγραφο που είχε παραδοθεί από τον κ.Διώτη στον κ.Βενιζέλο είναι 1991 ονόματα και έχει μνήμη το στικακι, δηλαδή δεν θέλω ούτε μπορώ να διανοηθώ ότι σε προηγούμενο διάστημα έγινε αλοίωση της λίστας (sic)». (Βλ. «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ», σε ηλεκτρονική έκδοση, 29.10.2012). Αξιοσημείωτο είναι δε ότι τη δήλωση αυτή ουδέποτε διέψευσε ο Ευα.Βενιζέλος, αλλά ούτε και μπορούσε ο στενός συνεργάτης του να εκτεθεί με ανακριβείς δηλώσεις σε τόσο σοβαρό ζήτημα!

(2)      Ενταύθα γίνεται αναφορά και στους Νόμους 2331/1995, 2523/1997, 3691/2008, Ν.3842/2010, 3888/2010. Επίσης βλ. Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Οδηγία 2006/70/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»

(τεύχος 156 ημερομηνία 11/10-17/10/2012)

η «λίστα Λαγκάρντ» και το «νόμιμον»

του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη

Γραμματέα του Δ.Σ. της «Κίνησης Ιδεών και Δράσης: ΠΡΑΤΤΩ»

Οι παλαιότερες γενιές των Ελλήνων νομομαθών, είχαν ένα «δικολαβικό επιχείρημα». Έλεγαν ότι το «νόμινον» διαβάζεται και αντιστρόφως ως «νόμιμον». Αυτό ακριβώς επιχειρείται στις μέρες μας. Δηλαδή με αντιστροφή να κριθούν νόμιμες οι παραλείψεις της δημοσιοποίησες των ονομάτων και η μη αξιοποίηση του περιεχομένου της (λεγόμενης) «λίστας Λαγκάρντ». Τα γεγονότα (περίπου) έχουν ως εξής:

Ο έλληνας Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός των Οικονομικών αποδέχθηκε σε ηλεκτρονική μορφή έγγραφο από  την ομόλογό του Υπουργό της Γαλλίας. Ασχέτως δε της ηλεκτρονικής μορφής του, το υλικό που παρέλαβε ο έλληνας Υπουργός αποτελεί έγγραφο σύμφωνα με όλες τις παραδοχές της σύγχρονης νομικής επιστήμης.

Το έγγραφο αυτό είτε προς επεξεργασία, είτε προς πληροφόρηση, θα έπρεπε αμελλητί να πρωτοκολληθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το έγγραφο αυτό είναι δεκτικό παραλαβής και εφόσον είναι δεκτικό παραλαβής εάν είναι και δεκτικό επεξεργασίας ή πληροφόρησης.

Ως προς τον ισχυρισμό ότι το έγγραφο αυτό είναι προϊόν υποκλοπής, ότι δηλαδή το υλικό  που περιέχεται στο έγγραφο προέρχεται από παράνομη ενέργεια, τότε εάν στην πλημμέλεια αυτή (της παραλαβής του) είχε υποπέσει η Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, δεν θα έπρεπε να έχει υποπέσει και ο Έλληνας Υπουργός των Οικονομικών.

Συνεπώς καλοπίστως θα πρέπει να δεχθούμε ότι εφόσον δόθηκε από ομόλογο Υπουργό σε ομόλογο Υπουργό ένα τέτοιο έγγραφο, αφορούσε ενέργεια παράδοσης και παραλαβής που οφείλεται σε νόμιμη προϋπόθεση.

Ως προς το ζήτημα της επεξεργασίας των δεδομένων του συγκεκριμένου εγγράφου, μπορεί να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι προσκρούει στους κανόνες που έχει εγκαθιδρύσει η ευρωπαϊκή έννομη τάξη αλλά κα η ελληνική έννομη τάξη αναφορικώς με τα ευαίσθητα ατομικά δεδομένα (βλ. Οδηγία 95/46 ΕΚ, Κανονισμός 45/2001, Ν.2472/1997, άρθρο 9Α του Συντάγματος).

Ως εκ τούτου τίθεται «ζήτημα» εάν θα πρέπει να υπάρξει επεξεργασία σε όσα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συμπεριλαμβάνονται στο συγκεκριμένο κατάλογο, καθόσον η δραστηριότητά τους αφορά ενέργεια του ιδιωτικού βίου-ιδιωτικής οικονομίας.

Για την ανάγκη επεξεργασίας των δεδομένων του καταλόγου Λαγκάρντ αξιοπρόσεκτα είναι τα παρακάτω:

Η παγία Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου, κυρίως με αφορμή τις υποθέσεις Lustig-Prean/Beckett και Smith/Grady έχει με σαφήνεια διαμορφώσει τα κριτήρια της προστασίας του ιδιωτικού βίου. Με βάση τις νομολογιακές παραδοχές του κυρωτικού δικαιοδοτικού Οργάνου του Στρασβούργου, θα πρέπει πάντοτε να σταθμίζεται το έννομο αγαθό της προστασίας με προσφυγή τόσο στο μέτρο (Αρχή της Αναλογικότητας) όσο και στην μη υπέρβαση των άκρων ορίων μιας τέτοιας προστασίας.

Έτσι, με βάση τη Νομολογία των Δικαστών του Στρασβούργου, χωρίς να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος, ο ιδιωτικός βίος διακρίνεται σε διαφορετικές περιοχές ή σφαίρες και προστατεύεται μόνο «το άκρως προσωπικό τμήμα της ιδιωτικής ζωής του ατόμου».

Ο κατάλογος Λαγκάρτ δεν αφορά περίπτωση που ακουμπά το άκρως προσωπικό τμήμα της ιδιωτικής ζωής αφενός και αφετέρου εμπίπτει στις πρόνοιες της παρ. 2 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπου το έννομο αγαθό της προστασίας κάμπτεται σε σοβαρά ζητήματα όπως είναι η εθνική ασφάλεια και η οικονομική ευημερία της Χώρας! Λόγω δε του δημοσίου συμφέροντος που παρουσιάζει το όλο «φαινόμενο», απαιτείται άμεση εφαρμογή του συνταγματικού κανόνα της παρ. 3 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπου απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Περαιτέρω ουδείς μπορεί να «οχυρωθεί» πίσω από τον ισχυρισμό ότι η δημοσιοποίηση του καταλόγου Λαγκάρντ για όσους παρανόμως έχουν ενεργήσει προσκρούει στο δικαίωμα της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος.

Τέτοιο δικαίωμα δεν γεννά η όποια δραστηριότητα που  αφορά παράνομο πλούτο που εξάγεται για να χρησιμοποιηθεί σε άλλη χώρα. Η δραστηριότητα αυτή είναι ασυμβίβαστη με το δημόσιο συμφέρον, όπως επιτάσσει η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Και είναι ανεπίτρεπτη τόσο για το εσωτερικό της χώρας όσο και εξαγόμενη. Συνεπώς ο Λαός ως  υποκείμενο του δημοσίου συμφέροντος, έχει δικαίωμα στην ενημέρωση και στη διαφάνεια.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News